βλίτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλίτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλίτο τό, βλίτον ’Ικαρ. Κάρπ. Πόντ. (Οἰν.) βλίτο κοιν. βλίντο Πόντ. (Ἀμισ.) βλίτου βόρ. ἰδιώμ. βλέτ-το Κάρπ. βλίτρο Ζάκ. Ἤπ. Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. –ΠΓεννάδ. 199. –Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 447 καὶ 450 Δημητρ. βλίτρου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. Βελβ. Βέρ. Κοζ. Σισάν.) κ.ἀ. βλιˬότρο Ἤπ. γλίντον Κύπρ. γλίτου Λέσβ. βλίτος ὁ, Κύθηρ. βλίντος Πόντ. (Ἀμισ.) βλίτους Θρᾴκ. γλίντος Κύπρ. γλίντρος Κρήτ. ἄβλιτα Τσακων. βλίτα ἡ, Σύμ. βλίτη Θήρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλίτον. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ εἰς τὸν τύπ. βλίτρο ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 85. Ὁ τύπ. ἄβλιτα ἐκ τοῦ πληθ. τὰ βλίτα διὰ τοῦ μεταβατικοῦ τύπ. βλίτας.

Σημασιολογία

Εἴδη τοῦ φυτικοῦ γένους ἀμαράντου (amarantus) τῆς τάξεως τῶν ἀμαραντωδῶν (amarantaceae) καὶ ἰδίως ἀμάραντον τὸ βλίτον (amarantum bletum) ἐκ τῶν κοινῶν ἀγριολαχανικῶν δύο ποικιλιῶν, ἤτοι μὲ φύλλα τεφροπράσινα ἢ ὑπερυθρίζοντα κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) Τσακων.: Φρ. Τρώει βλίτα (ἐπὶ τοῦ εὐήθους, δι’ ὃ πβ. καὶ τὸ ἀρχ. βλιτομάμμας=εὐήθης) πολλαχ. Εἶναι χαζὸς σὰν τὰ βλίτα Εὔβ. ‖ Παροιμ. Ἀνάθεμα τὰ βλίτα | καὶ ποῦ τὰ κάνει πίττα (τὸ βλίτον θεωρεῖται ὡς εὐτελὲς ἐδώδιμον φυτὸν) πολλαχ. Δόξα νά ’χουνε τὰ βλίτα | ποῦ ’φτε͜ιασε κ᾽ ἡ χήρα πίττα (εἰρωνικῶς ὡς ἡ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Ἄργ.) Συνών. ἀτσιγγανάκι 2. Πβ. ἀγριόβλιτο. 'Η λέξις ὑπὸ τὸν τύπ. Βλίτος καὶ ὡς παρων. Κύθηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/