ἀναβρικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναβρικὸς ἐπίθ. Θεσσ. Μακεδ. (Βέρ. Καταφύγ. Σέρρ.) ᾽νιβρικὸς Μακεδ. (Βελβ.)

Ετυμολογία

Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάβρα. Τὸ ’ν ιβρικός ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεβρικός

Σημασιολογία

Α) ᾿Επιθετ. 1) Ὁ ἀναβρύων, ὁ άναβλύζων, ἐπὶ ὑδάτων ἀναβλυζόντων ἐκ τοῦ βάθους λίμνης Θεσσ. : Ἄναβρικἀ νερά. 2) Ὁ προερχόμενος ἐκ πηγῆς, πηγαῖος Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ. Σέρρ.) : ᾿Νιβρικὸ νερὸ Βελβ.‖ Φρ. ᾿Ανάβρικὸν νεράκι (πηγή· ἐν χειρογράφῳ τοῦ 1800 «ἀφιερώθη τὸ παρὸν άναβρικὸν νεράκι») Σέρρ. Β) Τὸ οὐδ. οὐσ. 1) Πηγὴ ἀναβρύουσα ὕδωρ Μακεδ. (Βέρ.) 2) Τόπος ἀναβρύων ὕδωρ Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. ἆνάβρυσι 2 Πβ. ἀναβρυσικός, ἀναβρυτάρι, ἀναβρυτικός, ἀναβρυτός, βρυσικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/