ἀφορίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφορίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφορίζου Τσακων. ἀφουρίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀφορέζω Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Φεν.) κ.ἀ. ἀχορέζω Ἰκαρ. ἀφουρένου Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ.) ἀφουράου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μετοχ. ἀφωρισμένος καὶ ἀφωρεσμένος κοιν. ἀφωρισμένο Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀφορίζω = ὁροθετῶ, δίδω ὁρισμόν, ἀποχωρίζω, διακρίνω. Τὸ ἀφορέζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀφώρεσα, ἔνθα τὸ ἄτονον ι διὰ τὸ παρακείμενον ρ ἐτράπη εἰς ε. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 239. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ φ εἰς χ εἰς τὸν τύπ. ἀχορέζω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 422. Τὸ ἀφορένω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀφώρεσα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,288.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ἀποκλείω τινὰ τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας δι’ ἐπιτιμίου ἐκκλησιαστικοῦ καὶ καταρῶμαι αὐτὸν νὰ μείνη μετὰ θάνατον ἀσυγχώρητος καὶ ἄλυτος, ἐπὶ ἱερέως ἣ ἀρχιερέως (ἡ τοιαύτη πρᾶξις γίνεται συνήθως ἐναντίον ἀποστάτου ἢ παραβάτου τῆς πίστεως, καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐναντίον ἀγνώστου δράστου κακουργήματος) κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὸν ἀφώρισε ὁ δεσπότης - ὁ παππᾶς κοιν. Καὶ ἄνευ ἀντικ. ἀορίστως, ἐκδίδω ἀφορισμόν: Ἀφώρεσεν ὁ παππᾶς Φεν. Ἀφώρ'σαν σήμιρα ᾿ς τ᾿ν ἰκκλησία Αἰτωλ. Θ’ ἀφορίσω (θὰ φροντίσω διὰ τὴν ἔκδοσιν ἀφορισμοῦ ὑπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἡ σημ. καὶ μεταγν. 2) Βλασφημῶ τινα λέγων αὐτὸν ἀφωρισμένον Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ἐφόρτσεν κ᾿ ἐνεφεμάτσε με Τραπ. Χαλδ. Ἐφόρτσεν κ᾿ ἐνεθεμάτσεν τ᾿ ἀποθαμέντς ἀτ’ (τοὺς πεθαμένους του) αὐτόθ. 3) Ἐρίζω, διαπληκτίζομαι Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἀφόρισι ὅσου μπορεῖς, νὰ ἰδῶ τί θὰ καταλάβ’ς; Συνών μαλώνω. Β) Παθ. 1) Ὁρκίζομαι δι’ ἀφορισμοῦ ἢ λέγων τὸν ἑαυτόν μου ἀφωρισμένον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἐνεθεματίεν κ’ ἐφορίεν. 2) Μαυρίζω (διὰ τὴν πίστιν τῶν ἀνθρώπων ὅτι τοῦ ἀφωρισμενου ἀνθρώπου τὸ σῶμα γίνεται μαῦρον καὶ δὲν διαλύεται) Θρᾴκ. Γ) Μετοχ. 1) Ὁ ἀφορισθεὶς δι’ ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτιμίου, ἐναγὴς, κατηραμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Εἶναι ἀφωρεσμένος καὶ δὲ θὰ λε͜ιώσῃ. Ἀπ’ ἀφωρεσμένο οὔτε νερὸ (ἐνν. μὴ ζητᾷς) κοιν. Νὰ γίνουμαι ἀφωρισμένος! (ἀρὰ) Τραπ. Χαλδ. β) Ὁ μὴ διαλυόμενος, ἐπὶ νεκροῦ ἀφωρισμένου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μάδυτ.: Ἀφουρισμένους νά ’βγῃς! (ἀρὰ) Αἶν. γ) Ὁ ὑπὸ ἀφωρισμένων κατοικούμενος, ἐπὶ τόπου Εὔβ. κ.ἀ.: Γνωμ. ’Σ τὸν ἀφωρισμένο τόπο τὸν Μάι μῆνα βρέχει (συνών. γνωμ. ’ς τὸν καταραμένο τόπο κτλ.) 2) Ὁ διεστραμμένος τὴν ψυχήν, πονηρός, φαῦλος, σκληρός, ἐπάρατος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερὰσ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀφωρισμένος ἄνθρωπος, μὴ περιμένῃς καλὸ ἀπὸ δαῦτον κοιν. 3) Φιλάργυρος Ἄνδρ. Κίμωλ. Μύκ. : Ἀφωρισμένοι ἀθρώποι δὲ θένε λύπησι Κίμωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθεματίζω, μετοχ. ἀναθεματισμένος 1. 4) Ἀδηφάγος, λαίμαργος (κατὰ τὴν λαϊκὴν πίστιν ὁ ἀφωρισμένος εἶναι ἀχόρταστος) Εὔβ. Πελοπν. (Λάκων.) 5) Ὁ κακῶς ἀποκτηθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Ἀφωρεσμένο βιός. 6) Δεινός, τρομερὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Ἀτὸς πολλὰ ἀφωρισμένος ἔν’, ἀτὸς κἄτ’ κακὸν ἔσ’ ᾿ς σὸ νοῦν ἀτ᾽ Χαλδ. Κλέφτ’ ἀφωρισμέν’ Κερασ Χαλδ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀφωρεσμένος παρων. Κεφαλλ. Ἀφουρισμέ’ τοπων. Στερελλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA