βλόγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλόγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλόγα ἡ, εὐλόα Νάξ. βλόγα Εὔβ. (Πλατανιστ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Κασταν.) Κρήτ. Μῆλ. Πάρ. Τῆν. Φολέγανδρ. κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. 410 βλόα Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Μύκ. Πάρ. Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλογῶ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 76.

Σημασιολογία

Ἡ θρησκευτικὴ τελετὴ τοῦ γάμου, ἡ στέψις ἔνθ’ ἀν.: Ἤτυχα ’ς τὴ βλόγα τοῦ δεῖνα Κρήτ. || ᾌσμ. Τὸ Μά’ ἀρραβωνιˬάζεται, τὸ Μάι βλόγα κάνει Κρήτ. Ἄς εἶναι καλορρίζικα κιˬ ἂς εἶν᾽ καλὴ ἡ ὥρα, ἠ Παναγιˬά καὶ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μέσ᾽ ’ς τὴ βλόγα Κασταν. Πές μου, νὰ ζῇς, ᾿ερόντισσα, προφταίνω ’ς τὴν εὐλόα, προφταίνω καὶ ’ς τὰ στέφανα, ’ς τὴν πρώτη ἀρρεβῶνα; Νάξ. Συνών. βλόγημα 2, βλογήσι 2, βλογήσι, βλογίδι 2, στεφάνωμα, στεφάνωσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/