ἀρᾴθυμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρᾴθυμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρᾴθυμος ἐπίθ. ρᾴθυμος Βιθυν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καππ. (Σινασσ.) Κύθηρ. Κύπρ. Μῆλ. Πελοπν. (Καλάμ.) ἀρᾴθυμος κοιν. ἀρᾴθυμους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρᾴθ’μος Πάρ. (Λεῦκ.) Σκῦρ. ἀρᾴθ’μους Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Ἴμβρ. Κυδων. Μακεδ. Σάμ. Στερελλ. κ.ἀ. ἀρᾴθυμο Τσακων. ἀρόθυμος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ρᾴθυμος. Περὶ τοῦ τύπ. ἀρόθυμος ἰδ. ἀρᾳθυμῶ.
Σημασιολογία
1) Ρᾴθυμος, ἀμελὴς, νωθρὸς Ἴμβρ. Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Κορινθ.) Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ.: Εἶνι ἀρᾴθ’μους ’ς τσοὶ δ’λε͜ιές τ᾽, γιˬ’ αὐτὸ δὲ bρουκόφτ’ Ἴμβρ. || Παροιμ. Ἀρᾴθυμος καλόγερος ἄδε͜ια τὰ σακκούλλιˬα του (ὁ ἀργὸς δυσκόλως πορίζεται τὰ πρὸς τὸ ζῆν) Δημητσάν. κ.ἀ. Συνών. ὀκνός. β) Βραδύς, ἐπὶ βαδίσματος ΔΣολωμ 268: Ποίημ. Καὶ τώρα δὰ τ᾽ ἀρᾴθυμο πάτημ’ ἀργοπορῶντας κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλι κοιτᾷ καὶ σφίγγει, σφίγγει στενὰ τὴ σπάθη του ’ς τὸ λαβωμένο στῆθος. 2) Εὐερέθιστος, ὀξύθυμος, ὀργίλος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Εἶν᾿ ἄνθρωπος ἀρᾴθυμος, φοβᾶται νὰ τοῦ μιλήσῃ κἀνείς. Ἀρᾴθυμη γυναῖκα. Ἀρᾴθυμο παιδὶ κοιν. Ἔν᾿ ρᾴθυμος καὶ ’ὲν μπορεῖς νὰ τοῦ συντύῃς Κυπρ. || ᾎσμ. Μὄδωκαν γέρων ἄντρα κ’ εἶν᾽ καὶ ρᾴθυμος,τὸ βράδυ μὲ μαλώνει γιˬὰ τὰ στρώματα καὶ τὸ ταχὺ μὲ στέλνει γιˬὰ κρυὸ νερὸ. Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. τὴν ἐν γλώσσῃ Ἡσυχίου «ρᾴθυμος» προσθήκην «ἄλλοι ἐπὶ τοῦ μεγάλου θυμοῦ κέχρηνται τῇ λέξει». Συνων. ἀναφτερός 2. β) Ὁ πλήρης ζωηρότητος καὶ σφρίγους, ζωηρός, θυμοειδὴς ΔΣολωμ. 241: Ποιημ. Καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο, τ’ ἀρᾴθυμο, τὸ δυνατὸ κιˬ ὅλο ψυχὲς γιˬομᾶτο, βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα, τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀρᾴθυμος καὶ ὡς ἐπών. ΔΜαρκοπ. Ἑλλην. ᾿Ονοματολ. 167. 3) Ὁ θέλων νὰ ἐκτελοῦνται αἱ ἐπιθυμίαι του ἀμέσως, ἀνυπόμονος Μῆλ. Συνών. ἀβάσταχτος 1γ, ἀνυπομόνητος, ἀνυπόμονος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA