ἀφορισμονὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορισμονὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφορισμονὴ ἡ, Πόντ. (Κερασ.) Πληθ. ἀφορισμονία τά, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφορίζω.
Σημασιολογία
Ἀφόρισμα 1, ὃ ἰδ. : Ὁ ποππᾶς ἐποίκεν - ἐξέγκεν ἀφορισμονήν. Ἀτὸς ἀσ’ σ’ ἀφορισμονία παλ’ ’κὶ φοβᾶται (αὐτὸς οὐδὲ τοὺς ἀφορισμοὺς φοβεῖται). || Φρ. Θ ἐβγάλλω ἀφορισμονὴν (θὰ προκαλέσω ἔγγραφον ἐκκλησιαστικοῦ ἀφορισμοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA