ἀφορισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφορισμὸς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀφουρ’σμὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀφορισμὸ Τσακων. ἀφορεσμὸς κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφορισμὸς ==ἀποχωρισμός, διάκρισις, περιορισμός, σύντομος ὁρισμος.
Σημασιολογία
1) Ἀφόρισμα 1, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔβγαλε ὁ δεσπότης ἀφορισμὸ κοιν. Ἔπεσενε ὁ ἀφορισμὸς ἀπάνω τση Νάξ. || Φρ. Ἔχει πατριαρχικὸ ἀφορισμὸ (ἐπὶ. ἀδηφάγου) Ἀνάφ. Τὸ πρᾶμα δὲν παίρνει ἄλλον ἀφορισμὸ (ἔφθασε εἰς τὸ ᾶπροχώρητον) Πελοπν. (Τριφυλ.) || ᾌσμ. Ὅλος ὁ κόσμος κιˬ ἂν τὸ πῇ κι ὁ βασιλεˬὰς ποῦ ὁρίζει, δεσποτικὸς ἀφορισμὸς δὲ μᾶσε ξεχωρίζει Μεγίστ. Τὸ κρῖμα νά ᾿χ᾿ ἡ μάννα σου καὶ τ᾿ ἄδικο οἱ γειτόνοι Καὶ τὸν ἀφορισμὸ ὁ παππᾶς ποῦ δὲ μᾶς στεφανώνει Ἤπ. 2) Κατάρα, βλασφημία, κακολογία Πόντ. (Τραπ.): Πολλὰ ἀφορισμοὺς εἶπεν. Συνών. βλαστήμιˬα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀφουρισμὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀφορεσμὸς Ἀττικ. Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA