ἀνάβρυσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβρυσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάβρυσμα τό, ᾿Αθῆν. ΚΠαλαμ. Καημοὶ λιμνοθάλ. 70-Λεξ. Πόππλετ. Περιδ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναβρύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀνάβρυσις ἔνθ᾽ ἀν. : Ποιημ. Παντοῦ εἶν᾽ ἡ πλάσι ἀνάβρυσμα ὁμορφιˬᾶς, ἀγάπης νερομάννα εἶν᾽ ἡ καρδιˬά μου Κπαλαμ. ἔνθ’άν. Πβ. ἀνάβρυσι 1. ἀναβρύσιˬασμα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/