ἀφοριστὲ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφοριστὲ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφοριστὲ ἐπίθ. Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφορίζω.

Σημασιολογία

Ὁ δι’ ἐκκλησιαστικοῦ ἀφορισμοῦ τιμωρηθείς, ἀφωρισμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/