ἀναβρυτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβρυτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναβρυτικός ἐπίθ. Κεφαλλ. Κύθηρ. -Λεξ. Δεὲκ Δημητρ. ἀναβρυστικός Ἤπ. Μακεδ.(Καταφύγ.)- ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 69 -Λεξ. Βυζ. ᾿Ηπίτ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ᾶμαρτ. οὐσ. ἀναβρυτό, δι’ ὃ ἰδ. ἐπίθ. ἀναβρυτός, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός Ὁ τύπ. ἀναβρυστικός κατ᾽ἐπίδρασιν τοῦ ἀναβρύζω, δι᾽ ὅ ἰδ. ἀναβρύω
Σημασιολογία
1) Ὁ προερχόμενος ἐκ πηγῆς, πηγαῖος. ἐπὶ ὕδατος συνήθως κατ᾿ οὐδ. γέν. ἔνθ’ ἀν.: Πίνω ἀναβρυστικὀ νερὸ Ἤπ. ᾿Αναβρυτικἀ νερὰ Κεφαλλ. Περάσαμε ἀπὸ τὸ Κουρμέτι μὲ τὰ άναβρυστικἁ νερὰ ΙΔραγουμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ ἔχων πηγὴν ἀναβρύουσαν Κύθηρ.: Ἀναβρυτικὸ πηγάδι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ οὐδ. πληθ. ᾿Αναβρυστικὰ ὡς τοπων. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Π.β. ἀναβαρικός, ἀναβρυστικός, ἀναβρυτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA