ἀρᾳθυμῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρᾳθυμῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρᾳθυμῶ, ρᾳθυμῶ Ἰκαρ. Κύπρ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μῆλ. Πόντ. Ρόδ. κ.ἀ. ρᾳθυμάω Ἤπ. Λευκ. Μύκ. κ.ἀ. ρᾳθ’μῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. Σάμ. κ.ἀ. ρᾳθ’μάου Θεσσ. κ.ἀ. ροθυμῶ Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ.) Σύμ. ἀρᾳθυμῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ματζούκ. κ.ἀ.) ἀρᾳθυμάω Ἀθῆν. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Ἤπ. Μέγαρ. Νάξ. κ.ἀ. ἀρᾳθ’μῶ Θεσσ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Πάγγ. Χαλκιδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀρᾳθυμάου Εὔβ. (Κύμ.) ἀρᾳθ’μάου Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ἀρᾳθυμοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρεθυμῶ Σῦρ. ἀροθυμῶ Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἐροθυμῶ Πόντ. ὀροθυμῶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ.) ἀρᾳθυμίζω Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρᾳθυμῶ = μένω ἀργός, ἀμελῶ. Ἐν τῷ τύπ. ἀροθυμῶ εἰσεχώρησε τὸ ο ὡς φων. συνδετικόν, διότι ἡ λ. ἐνομίσθη ὡς σύνθ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,245 Τὸ ε τοῦ ἐροθυμῶ ἐκ τοῦ ἀορ. ἐροθύμεσα. Περὶ το ἀρᾳθυμίζω ἀναλογικῶς γεννηθέντος διὰ τὸν κοινὸν ἀόρ. τῶν εἰς -ῶ καὶ -ίζω ρ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Καθίσταμαι ἄγονος, ἄφορος Σάμ.: Ἡ γῆς ἀρᾳθύμ’σι. 2) Λιποψυχῶ, λιποθυμῶ Ἀθῆν. Βιθυν. Θήρ. Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ.: Τὸν εἴδα, λυπήθηκα τσιˬ ἀρᾳθύμηκα Μέγαρ. Τοῦ σταμνίζει μιˬὰ ᾿ς τὸ ψυχικὸ ποῦ ἀρᾳθύμητσε αὐτόθ. Νὰ ρᾳθυμᾷ ἡ καμένη καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄdρα. (ἐπὶ γυναικὸς μάχλου) Σέριφ. Ἔκαμε ποῦ ἀρᾳθύμησε κ᾽ ἔπεσε κάτω (ἐκ παραμυθ.) Ἀθῆν. Δὲ μὄβαλε ἕνα σκουτέλλι ζουμὶ ποῦ ’μανε ἀρᾳθυμισμένος (ἐξηντλημένος, λιποθυμισμένος ἀπὸ τὴν πεῖναν) Νάξ. 3) Φοβοῦμαι, ταράττομαι, Ἰκαρ. Κύπρ. Τῆν. κ.ἀ.: Ἀρᾳθυμῶ τὴ νύχτα νὰ πααίνω ᾽ς τὸ χωριˬό Ἰκαρ. Ἀροθυμῶ νὰ πάω, γιˬατὶ ἔει σκοτεινὰ Κύπρ. ᾿Éν πάω, γιˬατ᾿ ἀροθυμῶ αὐτόθ. || Παροιμ. Τὰ κούκ-κου κούκ-κου ροθυμοῦν ταὶ τὰ μνημούρκ’ ἀν-νοίουν (φοβοῦνται τοὺς κρωγμοὺς τῆς γλαυκὸς καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίγουν. Ἐπὶ γυναικῶν αἱ ὁποῖαι ὑποκρίνονται ὅτι εἶναι τίμιαι) Κύπρ. || ᾎσμ. Ξύπνα, ξύπνα, μικρὸν παιδίν, ταὶ μὲν ἀροθυμήσῃς Κύπρ. Συνών. ἀνακατσιˬάζω 3, δειλιˬάζω, σκιˬάζομαι (ἰδ. σκιˬάζω), φοβᾶμαι. 4) Στενοχωροῦμαι Κρήτ. Σύμ. Χίος κ.ἀ.: Ἐροθύμησα νὰ κάωμαι καϊστὸς (κάωμαι = κάθωμαι καϊστὸς = καθιστὸς) Συμ. Ἐροθύμησα καὶ θέλω νὰ πορπατήξω αὐτόθ. Συνών. στενοχωρε͜ιέμαι (ἰδ. στενοχωρῶ). 5) Ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ. Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Προπ (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Ρόδ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βυζ.: Μὴν ἀρᾳθυμᾷς τόσο εὔκολα Σῦρ. Ἀρᾳθυμῶ ἀπάνω του, γιˬατὶ εἶν᾽ ἡ αἰτία και τραυῶ ὅσα τραυῶ Χίος Ἀροθυμεῖς κάθε λ-λίον ταὶ τιτρινίζεις Κύπρ. Μὴ μοῦ λές τέτο͜ια λόγια, γιˬατὶ ἀρᾳθ’μῶ Ζαγορ. Στάσ’ νἀ κ᾿βιˬντιάσουμ’, τί ἀρᾳθ’μᾷς κὶ κά’ς πέρα; Στρόπον. || ᾎσμ. Ὁ Συμεὼν ’ς τὴν ἔρημο | σαράντα χρόνους ἔζησε, μηδ᾿ ἐρᾳθύμησε μηδ᾿ ἐβλαστήμηοε (ἐξ ἐπῳδ.) Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ.Βίον Ἐπιφαν. 1,51,20 (ἔκδ. Dindorf) «ἅπαντες ἐρρᾳθύμησαν ἀπὸ τοῦ ἵστασθαι καὶ ἀκούειν τῶν σκληρῶν λόγων τοῦ Ἰωάννου». 6) Αἰσθάνομαι σφοδρὰν ἐπιθυμίαν νὰ ἐπανίδω τι, οἷον τόπον γνωστὸν ἢ οἰκεῖον πρόσωπον ἀποδημοῦν ἢ νὰ φάγω τι, το ὁποῖον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐστερήθην Εὔβ. (Κάρυστ.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Σουφλ.) Ἴων. (Κρήν.) Λευκ. Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ. Θεσσαλον. Καστορ. Καταφύγ. Μελέν. Πάγγ. Χαλκιδ.) Νάξ. Παρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σίφν. Σῦρ. Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ.: Ἀρᾳθύμ’σα τ᾽ μάννα μ᾿ Πάγγ. κ.ἀ. Ἀρᾳθὑμ᾽σα τοὺ σπίτι μ᾽ Σουφλ. Ἀρᾳθύμ᾿σα ν πατρίδα μ᾿ (ν = τὴν) Βελβ. κ.ἀ. ἀρᾳθ’μάει τὰ πιδιˬά τ’ σὰν δὲν τὰ γλέπ’ Βογατσ. Κιρὸν ἔχου νὰ τοὺν ἰδῶ, τοὺν ἀρᾳθύμ’σα Θεσσ. Ἀρᾳθύμ’σα τοὺ χουριό μ᾽ Σάμ. Ἐροθύμεσα τὸ παιδί μ᾽ - τὸν κύρι μ᾽ - τὴ μάννα μ' - τὸ χωριˬὸ μ’ Χαλδ. Ἀρᾳθύμησα σταφύλιˬα - ψάριˬα κττ. Θήρ. Σῦρ. κ.ἀ. Ἀρᾳθύμησα νὰ φάγω λαγὸ Θεσσαλον. Ἀρᾳθύμησα φάβα Λακων. Ἀρᾳθύμπσα ψημένου (κρέας ψητὸ) Βελβ. Σὰν εἴδενε τὴ γυναῖκα, ἠρρίχτηκεν ἀπάνω τζη καὶ τὴν ἐφίλησενε, λέει εὐτή, ὅ,τι καὶ μέ ’δες καὶ κάνεις ἐτσὰ δὰ σὰν ἀρᾳθυμισμένος! (ὡς ἂν κατεχόμενος ὑπὸ σφοδροῦ πόθου. Ἐκ παραμυθ.) Νάξ. || Φρ. Δὲν τοὺν ἀρᾳθ’μῶ (ἐπὶ προσώπου ἀνεπιθυμήτου) Καταφύγ. Εἶν’ ἀραθυμ’σμένους ἀπὸ καβγᾶ (ἔχει μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ φιλονικήσῃ) Σάμ. || ᾎσμ. Χαρῶ το κιˬ ἀγαπῶ το | κιˬ ὅπου πάει ἀρᾳθυμῶ το, ἤρχετο ἀφ᾿ τ’ Ἅγιˬο Γάλας, | ἦτον ἄσπρο σὰν τὸ γάλας (βαυκάλ.) Καρδάμ. Πουλλόπο μ᾿, ἐροθύμεσα τ’ ὀμμάτ σ᾿ νὰ ἐλέπω, μηδὲ τ᾿ ὀμμάτ ᾿ μαναχόν, τὸ πόι σ᾿ νὰ ἐλέπω Κρώμν. Ὥρα καλή, ἔ Μάιε, αὔρι Κερασινὸς ἔν’ καὶ γλήγορα νὰ ἔρεσαι, πολλὰ ἀρᾳθυμῶ σε (Κερασινὸς = Ἰούνιος) Ματζούκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA