ἀναβρυτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρυτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναβρυτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀναβρετὸς Χίος ἀνεβρυτὁς ὁ, Θήρ. -Λεξ.Μπριγκ. ἀναβρυτὴ ἡ, Λεξ. Βλαστ. ἀναβρετή Δ.Κρήτ. ἁνεβρετὴ Α.Κρήτ. ἀνιβρυτὁ τὸ, Λῆμν.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπιθ. ἀναβρυτός, ὅτι δὲ τοῦτο ὑπῆρξε μαρτυρεῖ τὸ οὐσ. ἀνάβρυτον. Πβ. Βασιλικ. 19, 8, 15 «καὶ αἱ δεξαμεναὶ καὶ οἱ λουτῆρες καὶ οἱ ἡνωμένοι τοῖς ἀναβρύτοις σωλῆνες».

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀναβρύων, ὁ ἀναβλύζων, ἐπὶ ὕδατος Χίος: Ἀναβρετὸ νερό. 2)Ὡς οὐσ., πηγὴ ἀναβλύζουσα ὕδωρ Θήρ. Α.Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ.᾽Αναβρυτἡ ᾿Αθῆν. Πελοπν. (Λακεδ. Λακων. Μάν.) Ἀναβρετὴ Πελοπν. (Μάν.) ᾽Αναβρυτὰ ᾿Αττικ. ᾿Ανεβρυτός Θήρ. Νιβρυτὰ Λῆμν. β) Μέρος ἔνθα ἀναβρύει μεταλλικὸν ὕδωρ Θήρ. γ) Μέρος τὸ ὁποῖον ἀναδίδει ὑγρασίαν Λῆμν. Πβ. ἀναβρικός, ἀναβρυσικός, ἀναβρυτικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/