γαρδέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρδέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαρδέλα ἡ, Πελοπν. (’Ανδρίτσ. Γαργαλ. Κλειτορ. Παπούλ. κ.ἀ. ). -Λεξ. Πρω. Δημητρ. σγαρτίλ-λα Κύπρ. ζαρτίλ-λα Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρδέλι, παρ’ ὃ καὶ σγαρτίλ-λι καὶ ζαρτίλ-λι.
Σημασιολογία
1) Τὸ θηλ. τῆς ἀκανθίδος, τὸ θηλυκὸν γαρδέλι, ὃ ἰδ. Κύπρ. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) : Ἔχω μιˬὰ γαρδέλα'ς τὸ κλουβὶ καὶ τὸ λέει σὰ νά ’ναι σερνικὸ Γαργαλ. β) Μεταφ., γυνὴ λεπτοφυὴς, λεπτοκαμωμένη Κύπρ.: Εἶνdα κάμνεις, σγαρτίλ-λα μου ; 2) ’Αδιακρίτως γένους, τὸ πτηνὸν γαρδέλι, ὃ ἰδ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Κλειτορ. Παπούλ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: οἱ γαρδέλες ἐρχόνται τὴν ἄνοιξη Κλειτορ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA