ἀφοριστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφοριστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφοριστὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀφορεστὴς ΑΛασκαρ. Ἤθη 95.
Ετυμολογία
Ἐκ. τοῦ ρ. ἀφορίζω.
Σημασιολογία
Ὁ δι᾽ ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτιμίου τιμωρῶν: Βλέπω ποῦ ἀφωρεσμένοι καὶ ἀφορεστᾶδες εἰς τὴν ἴδια τρῦπα τοῦ διαόλου καταντᾶμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA