ἀφορμάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφορμάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφορμάρις ἐπίθ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Χίος - Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀφορμάρις, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφορμὴ καὶ τῆς καταλ. –άρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ εὐκόλως ἐπιλαμβανόμενος πάσης ἀφορμῆς πρὸς ὀργήν, εὐερέθιστος, δύστροπος, φιλόνικος ἔνθ’ ἀν.: Μὴ γίνεσαι ἀφορμάρις Χίος. Συνών. αἰτιάρις 2. 2) Ὁ μαινόμενος, παράφρων Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 824 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «μὰ παραμίλειε μοναχὸς κι ὡς ἀφορμάρις μοιάζει». 3) Θηλ. πληθ. ἀφορμαρὲς οὐσ., εἶδος κολοκυνθῶν αἱ ὁποῖαι γίνονται πρωίμως (αἱ τρόπον τινὰ ὁρμητικαὶ) Κρήτ. Πβ. ἀφορμιάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/