ἀφορμεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορμεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφορμεύω Ἄνδρ. Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ.) ἀφουρμεύου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφορμή.
Σημασιολογία
1) Ἐρεθίζομαι, ἐπιδεινοῦμαι, ἐπὶ δοθιήνων, τραυμάτων κττ.: Ἀφώρμεψε ἡ πληγὴ Ἄνδρ. Ἤπ. Κορινθ. Ἀφώρμεψε τὸ πονίδι Ἤπ. 2) Μεταβάλλομαι ἐπὶ τὸ χεῖρον Ἤπ.: Ἀφώρμεψαν τὰ πράματα. Συνών. χειροτερεύω. Πβ. ἀφορμίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA