ἀφορμὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφορμὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφορμὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀφουρμὴ βόρ. ἰδιώμ. ἀφορμὰ Τσακων: ἀφρομὴ Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ’φορμὴ Κρήτ. (καὶ ἀφορμὴ) Κύπρ. (καὶ ἀφορμὴ) Μεγίστ κ.ἀ. ’φουρμὴ Μακεδ. κ.ἀ. Πληθ. ἀφορμάδες Κύπρ. ἀφορμία τά, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφορμή.

Σημασιολογία

1) Ἡ πρώτη αἰτία πρός τινα ἐνέργειαν, αἰτιολογία, πρόφασις κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Γυρεύει ἀφορμὴ νὰ μαλώσῃ - νὰ φύγῃ κττ. Δίνω ἀφορμή. Βρίσκω ἀφορμή. Μαλώνουν μὲ δίχως ἀφορμὴ κοιν. || Φρ. Ἀφορμὴ ’ς τὴν ἀφορμὴ (ἐπὶ συρροῆς προφάσεων). Ἀφορμὴ τοῦ δεῖνα (ἐξ αἰτίας τοῦ δεῖνα προβαλλομένου ὡς αἰτιολογίας τοῦ δεῖνα, οἷον: ἀφορμὴ τοῦ πατέρα της - τῆς μάννας της πῆγε καὶ τὸν βρῆκε, βρῆκε ἀφορμὴ τοῦ ἀδερφοῦ του καὶ δὲν ἧρθε κττ.) Ἀφορμὴ νὰ (προβαλλομένης ὡς προφάσεως τούτου ἢ ἐκείνου, οἷον: ἀφορμὴ νὰ πιῇ νερὸ μᾶς τὸ ᾽σκασε,͵ἀφορμὴ νὰ πάῃ ’ς τὴ δουλε͜ιά του δὲν ἦρθε νὰ μᾶς βρῇ κττ.) Ἀφορμὴ τὸ δεῖνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ, οἷον: ἀφορμὴ ἡ ἀρρώστια ζήτησε χρήματα, ἀφορμὴ τὸ κρύο δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι κττ.) σύνηθ. Ἀφορμὴ γιὰ τὸ δεῖνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάλυμν. Ἀφορμὲς τὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ, οἷον: ἀφορμὲς τὶ δὲν ἀκούει - κοιμᾶται κττ.) Θρᾴκ. ( Γέν.) Ἀφορμῆς ποῦ (ἐπειδή, διότι, οἷον: ἀφορμῆς ποῦ δὲν τὴν φωνάξανε πρώτη δὲ μπῆκε ᾿ς τὸ χορὸ) Λεξ. Δημητρ. Γυρεύκει ’ποῦ τὴν πέτραν ἀφορμὴν (ἐπὶ τοῦ μηχανωμένου αἰτίαν) Κύπρ. Κόβω τὴν ἀφορμὴ (ἀφαιρῶ τὴν αἰτίαν) Ἄνδρ. Κάνω ἀφορμὴ (ὑποκρίνομαι) Γεν. || Παροιμ. ᾿Φορμὴ γιὰ τὸ βασιλικὸ | πίν-νει τσαί γάστρα τὸ νερὸ (ἐπὶ τοῦ ἐξ αἰτίας ἄλλου ὠφελουμένου, συνών. παροιμ. γιὰ χάρι τοῦ βασιλικοῦ ποτίζεται κ᾽ ἡ γλάστρα) Μεγίστ. || Γνωμ. Λεῖψε τὴν ἀφορμὴ μὴ σοῦ κολλήσῃ κρῖμα (ἐπὶ ἄθεμίτου πράξεως) Θήρ. || ᾌσμ. Πῶς νὰ τὸ εἰπῇ τῆς μάννας της καὶ πῶς νὰ τὴν γελάσῃ, πο͜ιὰν ἀφορμὴ νὰ τῆς εὑρῇ νὰ πάῃ ᾿ς τὴ βρύσι ἐξώρας Ἤπ. Σὰν δὲν ἤθελες φιλία, γιατί ἔδινες ἀφορμὴ κ᾽ ἔβανες καὶ τὴν ψυχή μου σὲ μεγάλη ταραχή; Ζάκ. Συνών. αἰτία 1. β) Αἰτία κοιν.: Ἀρρώστησε βαρεά, εἶχε τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ καιρό. Ἔπεσε ὁ τοῖχος, εἶχε τὴν ἀφορμή. Πέθανε πολὺ νέος, εἶχε τὴν ἀφορμή. 2) Αἰτία νόσου πολλαχ. : Παροιμ. φρ. Ἔμπα ἀγκάθι, ἔμπα ἀφορμὴ (ἐπὶ αἰτίας προκαλούσης σκάνδαλον) Πελοπν. (Ἦλ.) Συνών. αἰτία 2. β) Ἐλαφρὸν κρυολόγημα ἢ συνάχι Χίος: Τὸν ἔπιασεν ἀφορμή. γ) Ἐπιδημία γρίππης Ἰων. (Κρήν.): Σέρνεται ἀφορμή. δ) Λύσσα Εὔβ.: Ἔχει ὁ σκύλλος τὴν ἀφορμή. 3) Ἐρεθισμός, ἐπὶ πληγῆς Πελοπν. (Γύθ.) : Ἐπῳδ. Βάλε ἀπ’ τῆς ἐλα͜ιᾶς τὸ δάκρυ | κιˬ ἀπ’ τοῦ σκύλλου τὸ μαλλὶ νἀ γιάνῃ κι ἀφορμὴ νὰ μὴν ἰδῇ (ἐνν. τὸ δάγκωμα τοῦ σκύλλου). 4) Ὁ περί τινος γινόμενος λόγος, μνεία Μεγίστ. : Τὴν ἀφορμή μας ἔχουνε (περὶ ἡμῶν ὄμιλοῦν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθυμεθή, ἔτι δὲ ἀφιλογὴ 1 δ . 5) Μομφή, ψόγος, κατηγορία Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Βαρε͜ιὰ ἀφορμὴ μοῦ ᾽ρρίξανε πῶς φίλησα κορίτσι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφιλογὴ 2 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/