ἀναγαλλιˬασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγαλλιˬασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναγαλλιˬασμὸς ὁ, ΣΠασαγιανν. ᾿Αντίλ. 47 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,17 ἀνεαλλιˬασμὸς Νάξ.(᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγαλλιˬάζω.
Σημασιολογία
᾿Αναγάλλιˬασι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν. : Παράξενο bρᾶμα ’ν’ ὀ ἀνεαλλιˬασμός πὄχει κ᾽ εὗτὴ τσοὶ ᾿μέρες εὐτές Ἀπύρανθ. ‖ Ποίημ. Καὶ τ’ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τόν ἀχνό τους καὶ διˬαλαλάει μ᾿ ἕνα βοηˬτὸ τὸν ἀναγαλλιˬασμό του ΚΚρυστάλλ. ἕνθ’ ἀν. Μὲ τῆς ζωῆς τοὶς ὀμορφιˬές μ’ ἀγάπη ἀναγαλλιˬάζει καὶ μύριˬες χύνει εὐωδιˬές ’ς τὸν ἀναγαλλιˬασμό της ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA