ἀρα͜ιόβρετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιόβρετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρα͜ιόβρετος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρα͜ιόβροτος
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἀραιός καὶ βρετός.
Σημασιολογία
Ὁ δυσκόλως εὑρισκόμενος, δυσεύρετος: Ἀραιόβροτο κρασί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA