βλογιˬοκομμάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογιˬοκομμάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλογιˬοκομμάδα ἡ, πολλαχ. βλουγιˬουκουμμάδα Ἴμβρ. κ.ἀ. λογιˬοκομμάδα Μέγαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ βλογιˬὰ καὶ κομμάδα.
Σημασιολογία
Ἡ οὐλὴ τῆς νόσου εὐλογίας ἔνθ’ ἀν.: Ὃλο βλογιˬοκομμάδες εἶν’ τὰ μοῦτρα του Κρήτ. || ᾎσμ. Ψηλὲ λυγνέ μου τσελεπῆ μὲ τσοὶ βλογιˬοκομμάδες πέρασ’ ἀπὸ τὴ bόρτα μου καὶ πὲ δυˬὸ μαdινάδες Κρήτ. Συνών. βλογιˬὰ 9 β, βλογιˬοκομμά, βουλλοκομμάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA