ἀναγαντζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγαντζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγαντζώνω, Μες. ἀνασγαντζώνομαι Ἤπ. -Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γαντζώνω, παρ’ ὃ καὶ σγαντζώνω.
Σημασιολογία
Ἀναρριχῶμαι πιανόμενος ἀπό τινος πράγματος ὡς ἀπὸ γάντζου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA