ἀναγάπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγάπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγάπητος ἐπίθ. Πόντ.(Κερασ.Τραπ.) -ΓΔροσίν. Φωτερ. σκοτάδ.2 109 -Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Δημητρ. ἀναγάπετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνεγάπητος Πόντ.(Σάντ.) ἀναγάπιστος Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀγάπητος Νίσυρ. Πόντ.(Τραπ.) ἀγάπετος Πόντ. (Τραπ.) ἀάπητους Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀγαπητός. Ὁ τύπ. ἀναγάπιστος καὶ παρὰ Σομ., ἐσχηματίσθη δὲ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀγαπιστός <ἀγαπίζω, ὅ παρά τὸ ἀγαπῶ. Εἰς τὸ ἀγάπητος τὸ ἀρκτικόν α προσέλαβε σημ. στερήσεως διά τοὺ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνάξιος νὰ ἀγαπᾶται, ὁ μὴ ἀγαπώμενος ἔνθ' ἀν.: Ἀγάπητον παιδὶν Νίσυρ. Ἀναγάπετον παιδὶν ἔν᾽ ! Κερασ. ᾿Ατε΄ πα ντό γυναῖκα ἔν᾿! ἀναγάπετος ἔν᾿! (καὶ αὐτὴ τί λογῆς γυναῖκα εἶναι! δὲν ἀγαπε͜ιέται) Τραπ. ‖ Ποίημ. Βασιλοκόρη, ἀναγάπητη, ἄκλαυτη! ΓΔροσίν. ἔνθ’ ἀν. 2) Δυσειδής, ἄσχημος Πόντ.(Τραπ.): Ἄναγάπετον παιδὶν ἔ’ (ἔχει). 3) Ὁ μὴ συμφιλιωθεὶς μετά τινος Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶναι ἀκόμη ἀναγάπιστοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA