βλογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλογῶ, εὐλογῶ λόγ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) εὐλογάω Εὔβ. (Κάρυστ.) εὐλοῶ Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γλυνᾶδ.) Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. εὐογοῦ Τσακων. βλογῶ κοιν. βλογάω σύνηθ. βλογοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βλουγῶ βόρ. ἰδιώμ. βλογάου Πελοπν. (Κόκκιν. Μεσσ.) βλουγάου βόρ. ἰδιώμ. βλοῶ Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. Μῆλ. Σκῦρ. Σύμ. κ.ἀ. βλοοῦ Σκῦρ. βλοάω Κεφαλλ. κ.ἀ. βλουάου Εὔβ. (Στρόπον.) κ.ἀ. βλοgῶ Ἀπουλ. βλοgάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ὀβλογῶ Καππ. (Σινασσ.) βογοῦ Τσακων. εὐλογίζω Καππ. (Σίλ.) Πόντ. εὐλοΐζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βλογίζω Καππ. (Ἀνακ. Σίλ. Φερτ.) βλοgίτζω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. εὐλογῶ=λέγω περί τινος καλοὺς λόγους, ἐπαινῶ. Ὁ τύπ. εὐλογίζω καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Τωβ. 4, 12) «ηὐλογίσθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν».

Σημασιολογία

1) Ἐκφέρω λόγους εὐχαριστίας, εὐχαριστῶ Ἄνδρ.: Δὲ βλοᾷς, μόνε θαμάζεις. β) Πιστεύω Πελοπν. (Κορινθ.): Αὐτὸς δὲ βλογάει Θεὸ-Χριστό. 2) Μετ’ ἀντικ. ἢ ἀπολύτως παρέχω τὴν εὐλογίαν μου, εὐλογῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τοὺς κόπους του λόγ. σύνηθ. ‖ Φρ. Εὐλογεῖτε (χαιρετιστήριος προσφώνησις πρὸς ἱερέα συνοδευομένη πολλάκις καὶ μὲ τὸ καλημέρα κττ.) πολλαχ. || Γνωμ. Τὸ ἄδικον οὐκ εὐλογεῖται σύνηθ. || Παροιμ. ᾿Εμπρὸς ᾿ς τὸν μπαμπᾶ ὁ γιˬὸς δὲ βλογᾷ (παρόντος ἀρχηγοῦ ὁ ὑφιστάμενος οὐδὲν ἐνεργεῖ) Ζάκ. ᾽Ιγὼ παππᾶς τ’ ἰσὺ βλουγᾷς; (πρὸς τὸν προλαμβάνοντα νὰ ἐκφέρῃ γνώμην ἐνώπιον εἰδικοῦ) Λέσβ. ‖ ᾌσμ. Κυρά μου, τὰ παιδάκιˬα σου τὰ μοσκαναθρεμμένα, ὁποὺ τὰ βλόγαγ’ ὁ Χριστὸς κ᾿ ἡ Παναγιˬὰ ἡ μεγάλη Πελοπν. Χριστέ μας, βλόγα τὰ σπαθιˬά, βλόγα μας καὶ τὰ χέριˬα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) –Ποίημ. Βλογᾷ τὸ πετραχῆλι του, τὸ βάνει ’ς τὸ λαιμό του, γυρεύει νεκρολίβανο, φυσᾷ τὸ θυμιˬατό του ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 168. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. β) Ὑψώνω τὴν δεξιὰν χεῖρα μὲ τὸν ἐκκλησιαστικῶς καθιερωμένον σχηματισμὸν τῶν δακτύλων πρὸς παροχὴν εὐλογίας κοιν.: Ὁ δεσπότης βλογάει τὸ λαό. 3) Εὐδοκῶ, συγκατανεύω Νάξ.: Ηὐλόησεν ὁ θεὸς νὰ πάω ᾿γὼ (ἐκ παραμυθ.) 4) Συνάπτω ἀνδρόγυνον εἰς γάμου κοινωνίαν, στεφανώνω σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σίλ. Σινασσ. Φερτ.): ᾌσμ. Ὡς τρέμ’ ἡ γῆς μὲ τὸ σεισμὸ καὶ τὰ βουνὰ χαλοῦνε, ἐτσὰ θὰ κάμω ταραχή, ὁdὸ θὰ σὲ βλογοῦνε (ὁdο=ὅταν) Κρήτ. Τοῦρκος νὰ γίνῃ ὁ παππᾶς, ὁποὺ θὰ σὲ βλογήσῃ καὶ νὰ καῇ τὸ χείλη του, ὁποὺ θὰ σὲ φιλήσῃ Χίος Ὤς Παναγιˬὰ καθολικὴ καὶ Παναγιˬὰ ’λεοῦσα, τὴν κόρην, ὁποὺ ἀγαπῶ, νὰ μοῦ τὴνε βλοοῦσα Ρόδ. Ἄλλος παππᾶς τὴνε βλογάει κιˬ ἄλλος ἄντρας τὴν παίρνει Πελοπν. Καὶ ἄνευ ἀντικ.: Ηὐλοήσανε ᾿ς τοῦ δεῖνα Ἄνδρ. Θὰ βλοήσ’νε ’ς τὴν ἐκκλησὰ Σκῦρ. Οὕ’ ᾿ς τοὺ πουδάρ’ γιˬὰ νὰ βλουγήσιν Λέσβ. β) Ὑπανδρεύω, νυμφεύω Νίσυρ.: ᾌσμ. Μάννα, γιˬατί δὲ μ’ εὐλοᾷς, γιˬατί δὲ μὲ παντρεύγεις; Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μεσ. νυμφεύομαι πολλαχ.: Τὴν βλοήθηκε τὴ δεῖνα πολλαχ. Τὴ βλόησι τὴ δεῖνα Εὔβ. (Στρόπον.) || ᾌσμ. Ἄσπρη μου διˬαμαντόπετρα ’πὸ τῆς Βλαχιˬᾶς τὰ μέρη, χαρά του ποῦ σὲ βλοηθῇ κιˬ ὁποὺ σὲ κάνει ταίρι Νίσυρ. Τὸ προξενε͜ιὸ μοῦ φέρανε γυναῖκα γιˬὰ νὰ πάρω καλλιˬὰ ἤτανε, μάθιˬα μου, νὰ βλοηθῶ τὸ Χάρω Κρήτ. 'Η σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Στίχ. 419-420 (ἔκδ. GWagner σ. 94) «κι ἀφοῦ γνωστοῦν οἱ ἄτυχες κι ἀπὴν φανερωθοῦσιν, ǀ τότε γυρεύγουν ἀφορμὴν νὰ τοὺς εὐλογηθοῦσιν». 5) Ἀρχίζω (εἰς τὴν γένεσιν τῆς σημασίας συνετέλεσεν ἡ συνήθης φρ. βάζω βλογητὸ=ἀρχίζω, δι᾿ ἥν ἰδ. βλογητὸς 2 β) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ.: Παροιμ. φρ. Νὰ νογᾷς καὶ νὰ βλογᾷς (νὰ νοῇς, ἤτοι νὰ σκεφθῇς πρῶτον καλῶς ὅ,τι μέλλεις νὰ ἐπιχειρήσῃς καὶ ἔπειτα νὰ ἀρχίσῃς) Ἤπ. || Παροιμ. Κἄπο͜ιον παντρεύανι κ᾽ ἰκεῖνους ἔλιι, βλουγᾶτι κ᾿ ἔρχουμι (ἐπὶ τοῦ ραθύμου καὶ εἰς σοβαρωτάτην ὑπόθεσιν) Ἄκρ. 6) Κατὰ γ΄ ἑν. πρόσ. ὑπάρχει, εὑρίσκεται, ὑφίσταται Ζάκ. Κεφαλλ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Κόκκιν. Μεσσ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. –Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 250 –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.: Δὲ βλογάει ἄνθρωπος-ψυχὴ γεννημένη-λεφτὸ κττ. Κεφαλλ. Δὲ βλογάει πουλλὶ πουθενὰ Τρίκκ. Δὲ βλογάει τέτο͜ιο πρᾶμα ᾿ς τὸ παζάρι Αἴγ. Βλουγάει λιμό’ νὰ μ᾿ δώ’ς γιˬὰ γιˬατρικό; -Βλουγάει κὶ παραβλουγάει, νὰ σὶ δώκου Αἰτωλ. || ᾌσμ. ᾿Εδῶ νερὸ δὲ βρίσκεται καὶ βρύσι δὲ βλογάει Πελοπν. 'Ικεῖ κλαράκι δὲ βλουγάει γιˬὰ ν᾿ ἀπουσκιˬώσ᾽ ἡ κόρη Αἰτωλ. Μετοχ. Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ ἔχων εὐλογίαν ἢ ὁ ἄξιος εὐλογίας (ἡ σημ. ὁρμηθεῖσα ἐκ τῆς εὐφημητικῆς χρήσεως πρὸς ἀποφυγὴν λέξεως κακοσημάντου προσέλαβε γενικωτέραν χρῆσιν λεγομένη καὶ ἀντὶ τοῦ ἄμοιρος, ἀτυχος, καηˬμένος κττ.) κοιν.: Εὐλογημένο ἀντρόγυνο-σπίτι κττ. Ὥρα καλὴ κ᾽ εὐλογημένη! (τύχῃ ἀγαθῇ!) Ὁ βλογημένος, δὲν καθόταν ἥσυχος, τί ἤθελε ν᾿ ἀνακατευτῇ σὲ τέτο͜ιες βρωμοδουλε͜ιὲς καὶ νὰ βρίσκεται τώρα ᾿ς τὴ φυλακή! πόλλαχ. Βλοημένο μουλάρι-παιδὶ κττ. Μέγαρ. Βλογημένο πρᾶμα (ἐπὶ ζῴου μὴ δυστρόπου) Κορινθ. Βλουημένου πρᾶμα (τὸ εὐκόλως ἀμελγόμενον) Αἰτωλ. || Φρ. Καλὸ καὶ βλογημένο (ἐπὶ. ὀνείρου) πολλαχ. β) Εὐτυχισμένος πολλαχ.: Βλογημένα χρόνιˬα. 2) Νόμιμος σύζυγος Εὔβ. (Ἄκρ.): Τ’ν ἔ᾽ βλουημένη. Β) Οὐσ. 1) Θηλ., ἡ δοξολογία (διότι εὐθὺς μετ᾿ αὐτὴν ἐκφωνεῖ ὁ ἱερεὺς «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς κτλ.» καὶ ἀρχίζει ἡ λειτουργία) Ρόδ.: ᾿Εσήμανεν ἡ βλοημένη. 2) Θηλ., μοναχὴ Παξ. Συνών. καλογρα͜ιά. 3) Θηλ., ἡ νόσος εὐλογία Ζάκ. ᾿Ικαρ. Καππ. (Ἀνακ.) Κωνπλ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.: Σαράντα μέρες εἶχε τὸ παιδὶ τὴ βλοημένη Σουδεν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬὰ 9. 4) Οὐδ., ἡ νόσος ἐπιληψία Ρόδ. (Ἀπολακ.) 5) Οὐδ., ἡ νόσος ἐρυσίπελας Σάμ. 6) Οὐδ., ἀπόστημα ὐπὸ τὴν μασχάλην τῶν πανωλοβλήτων σημαῖνον ἴασιν καὶ ἀνοσίαν Θρᾷκ. (Αἶν.) Ρόδ. 'Η λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Εὐλοημένη καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/