ἀρα͜ιοκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιοκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρα͜ιοκοπῶ, ἀροκοπῶ Πόντ. (Ὄφ.) ᾽ροκοπῶ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀρα͜ιοκόπος.
Σημασιολογία
Ἀραιώνω, ἐπὶ τοῦ ἀραβοσίτου τοῦ ὁποίου ἐκριζώνονται οἱ περιττοὶ βλαστοὶ διὰ νὰ αὐξηθοῦν καὶ καρποφορήσουν οἱ λοιποί: Ἐροκόπεσα τὸ χωράφ’. Πότε ν᾽ ἀροκοπισκούντανε τά χωράφ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA