ἀφορμιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορμιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφορμιˬάρις ἐπίθ. Ζὰκ. Κεφαλλ. Πελοπν (Λακων.) κ.ἀ. ἀφρομιˬάρις Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφορμὴ καὶ τῆς καταλ. –ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Εὐερέθιστος, ὀξύθυμος Ζάκ. Κεφαλλ. : Παροιμ. Κόλος ἀφορμιˬάρις πορδὲς γεμᾶτος (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ καταλίπῃ κακὰς συνηθείας) Ζάκ. Συνών. ἀναφτερὸς 2, ἀρᾴθυμος 2, ἀφορμιˬάρικος. β)Τρελλὸς Κεφαλλ. 2) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ τραύματα ἐρεθίζονται εὐκόλως Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀφορμοκρέατος, κακόχυμος. Πβ. ἀφορμάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA