ἀφορμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφορμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφορμίζω κοιν. ἀφουρμίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀφρομίζω Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λακων. Μάν.) ’φορμίζω Κρήτ. κ.ἀ. ἀφορμάω Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀφορμάου Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) ἀφουρμάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἀφορμή.

Σημασιολογία

1) Ἐρεθίζομαι, φλογίζομαι, ἐπὶ τραύματος, δοθιῆνος κττ. : Μ᾿ ἀφώρμισε ἡ πληγή μου – τὸ σπυρί μου κττ. Τὸ κέντησε τὸ σπυρὶ μὲ καρφίτσα κιˬ ἀφώρμισε κοιν. Μ’ ἀφώρμισε ὁ πόνος Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἀφώρμισε τὸ πόνεμα Κύθηρ. Μῆλ. Καὶ μετβ. ἐρεθίζω διὰ τῆς προσψαύσεως, ἐπὶ πληγῆς κττ. σύνηθ. : Ἀφορμίζω τὴν πληγή. Συνών. ἀγγρίζω 1β. β) Γεννᾶται ἐν ἐμοὶ φλογισμένον τραῦμα ἢ φλογισμένος δοθιὴν κττ. κοιν.: Ἐμπῆκαν ἀγκάθιˬα ’ς τὰ πόδιˬα μου καὶ ἀφώρμισε τὀ κρεάς μου. Μοῦ ἀφορμίζει τὸ χέρι ἅμα μοῦ μπῇ κἀνένα ἀγκάθι. γ) Προκαλῶ φλογισμένον τραῦμα Πελοπν. (Μεσσ.): Τ᾽ ἀγκέλωμα τῆς φραγκοσυκεˬᾶς ἀφορμάει. δ) Ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, εἶμαι ἀφορμοκρέατος, κακόχυμος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Ἐγὼ δὲν ἀφορμάω εὕκολα. 2) Ἐξίσταμαι τῶν φρενῶν ὑπὸ ὀργῆς κττ., ὀργίζομαι, μαίνομαι Κρήτ. Ἐφώρμισε πάλι κ᾿ ἤβαλε τοὶς φωνές. Ἐφώρμισε σήμερο νὰ μᾶσε πνίξῃ. Μὴν εἶσαι ἀφωρμισμένος, γιˬατὶ ἐγὼ δὲ σοῦ φταιω. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 147 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «δὲ μπορῶ ’ς τὸν κόσμο μπλεˬὸ νὰ ζήσω, | γιˬατί ’βαλα ἕνα λογισμὸ καὶ στέκω ν᾿ ἀφορμίσω» (πάω νὰ τρελλαθῶ). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφιονίζω 3, ἔτι δὲ ἀφρίζω Β 1 3) Καταλαμβάνομαι ἀπὸ συνάχι Χίος. Συνών. συναχώνομαι. 4) Μετοχ. ἀφωρμισμένος, ὁ κακῶς διατεθειμένος, ὁ ἔχων ἀφορμὴν πρὸς νόσον ἢ προαισθανόμενος νόσον Κεφαλλ. Πάρ. Τῆλ. Χίος: Δίχως νὰ εἶναι ἀφωρμισμένος ἔρρεψε ’ς τὰ πόδια του Πάρ. Εἶμαι σὰν ἀφωρμισμένος σήμερα Τῆλ. Χίος. Πβ. ἀφορμεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/