ἀρα͜ιολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρα͜ιολόγι τό, Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καρδαμ. Λακων. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) - Λεξ. Βλαστ. ἀρα͜ιολόι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Μεσσ. Σουδεν. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀρα͜ιουλόι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρα͜ιελόι Πελοπν. (Κόκκιν. Παππούλ. Χατζ.) ἀρυλόι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρα͜ιολόγος.
Σημασιολογία
1) Κόσκινον μὲ εὐρείας ὀπὰς διὰ τοῦ ὁποίου καθαρίζουν τὸν σῖτον καὶ τοὺς ὁμοίους δημητριακοὺς καρποὺς ἀπὸ τῶν ἐν αὐτοῖς ξένων οὐσιῶν Κεφαλλ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Καρδαμ. Κόκκιν. Παππούλ. Σουδεν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) Λεξ. Βλαστ. Φρ. Θὰ σὲ κάμω ἀρα͜ιολόι! (Θὰ καταστήσω τὸ σῶμα σου διάτρητον καθὼς κόσκινον διὰ τῶν σφαιριδίων πυροβόλου ὅπλου) Σουδεν. || Παροιμ. Παλα͜ιὰ μας τέχνη κόσκινο, καινούργιˬα ἀρα͜ιολόγι (ἐπὶ τοῦ μὴ μεταβάλλοντος ἐπάγγελμα) Θεσσαλον. Συνών. ἀναρα͜ιάρις, ἀρα͜ιολόγος 1, ἀρβάλλι, ἀρκὸν (ἰδ. ἀραιὸς Β1) 2) Πληθ., αἱ μετὰ τὴν συγκομιδὴν ἐπὶ τῶν δένδρων μένουσαι ὀλίγαι ἐλαῖαι Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν. Μεσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μαζώνω ἀρα͜ιολόγιˬα Γέρμ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Συνών. κουκκολόγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA