ἀφορμοκρέατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφορμοκρέατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφορμοκρέατος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μάν.) ἀφορμόκρεατος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφορμίζω καὶ τοῦ οὐσ. κρέας.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δοθιήν τις, ἀμυχὴ ἢ μικρὸν τραῦμα εὐκόλως ἀφορμίζει, ἐρεθίζεται ἢ πυορροεῖ. Συνών. ἀφορμιˬάρις 2, κακόχυμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/