ἀφορμολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορμολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁφορμολογῶ ἀμάρτ. Μέσ. ἀφορμολοοῦμαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀφορμολογῶ.
Σημασιολογία
Εὑρίσκω ἀφορμάς, προφάσεις. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,124 (ἔκδ. RDawkins) «τὸ σουπέρπιον γένος τῶν Γενουβίσων καὶ παράβουλον, ὅπου πάντα πλημμελοῦσαν νὰ πάρουν τὴν Κύπρον καὶ ἀφορμολογοῦσαν, ηὗραν ἀφορμὴν τοῦ μαλωμάτου». Συνών. ἀφορμιˬάζομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA