ἀρα͜ιολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρα͜ιολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρα͜ιολόγος ὁ, Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἦλ. Κορινθ. Τρίκκ.) - Λεξ. Βλαστ. ἀρα͜ιέλεγος Πελοπν. (Ὀλυμπ.) ἀραίλεγος Πελοπν. (Ἀμαλ.) ἀραιλίγους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀρολόγος Σκῦρ. ἀρολόος Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀραλόους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρλόγος Πάρ. (Παροικ.) ἀρλόος Θήρ. Κάρπ. (Ἀμοργ.) ἀλόργος Αἴγιν. Σίκιν. ἀρα͜ιελός Σῦρ. γιρολόος Σίφν. ἀρυλόγος (Ἀθηνᾶ 22,250) - Λεξ. Βλαστ. 295 ἀρύλογος Ἤπ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λεντεκ.) - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,360 ἀρύλουγους Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀρύλοος Θήρ. Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀρύλογο τό, Πελοπν. (Λεντεκ. Μεσσ.) ἀρύλοο Πελοπν. (Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ. Τὸ ἀρύλογος, ἐκ τοῦ ἀρὺς ἑτέρου τύπ. τοῦ ἐπιθ. ἀραιός. Τὸ ἀλόργος κατὰ μετάθ. ἐκ τοῦ ἀρλόγος, ὅπερ ἐκ τοῦ ἀρολόγος ἀποβληθέντος κατ᾽ ἀνομ. τοῦ ο.

Σημασιολογία

1) Ἀρα͜ιολόγι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ παννὶ - ἡ τριχιˬὰ εἶναι σὰν ἀρολόος (ἔχει ἀραιὰν ὑφὴν) Ἀπύρανθ. || Φρ. Ὅσες τρῦπες ἔχει ὁ ἀλόργος, τόσους σκλάβους ν᾿ άποτάξῃ! (ν᾿ ἀποκτήσῃ! Εὐχὴ) Αἴγιν. || Ποίημ. Καὶ σκορπισμένα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ χίλιˬων λογιˬῶν συγύριˬα, ἀρύλογος, πινακωτὴ καὶ πλάστης καὶ δριμόνι ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐπιθετικ., ἀραιὸς Θήρ. Μέγαρ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Σπαρτὸ ἀρὺλογο Μέγαρ. Ἀρύλοο παννὶ Θήρ. Ἀρύλοη τριχιˬά αὐτόθ. Τοὺ καλαμπό’ φύτρουσι ἀρύλουγου Καλοσκοπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀραιός Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/