γαρζόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρζόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαρζόνι τό, Ζάκ. γαρζόν’ Θεσσ. γαριζόνι Ζάκ-Δ. Δημάδ., Ζιζάν. Θεσσ. ἀγρῶν, 17.-Λεξ. Δημητρ. καριζόνι Κεφαλλ. -Χελδρ.-Μηλιαρ. (Τσιτσέλη), Δημ. ὀνόμ. φυτ., 225.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐξ ᾿Ενετ. *garzon, ἀντιστοίχου τοῦ ᾿Ιταλ. cardone=εἶδος ἀκανθώδους φυτοῦ. Πβ. Boerio, Dizion. d. Dial. Venez., ἐν λ. garzo. Ὁ τύπ. γαριζόνι δι’ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν «ἀσπροκέφαλος», δι’ ὃ ἰδ. ἀσπροκέφαλος 4 ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. ὑπὸ τύπ. Γαρζόνης Ζάκ. Καριζόνης Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’Σ τοῦ Καριζόνη Πελοπν. (Μάν.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA