γαρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαρίδα ἡ, κοιν. σγαρίδα Χίος γαΐδα Σαμοθρ. καρίδα Βιθυν. (Κίος) Θράκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Κωνπλ. Λέρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Προπ (’Αρτάκ.) Χίος-Λεξ. Βάιγ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 435 ἀκρίδα ᾽Αστυπ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γαρίδα καὶ καρίδα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. καρίς. Ὁ τύπ. σγαρίδα διὰ προθετικοῦ σ, ὁ δὲ τύπ. ἀκρίδα ἐκ τοῦ καρίδα κατ’ ἀντιμετάθεσιν ἤ κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὸ ἀκρίδα, ὃ ἰδ. (διὰ τὴν φαινομενικὴν ὁμοιότητα τοῦ σώματος).
Σημασιολογία
1) Τὸ μικρὸν θαλάσσιον μαλακόστρακον καρὶς ἡ κοινὴ (crangon vulgaris), τῆς οἰκογενείας τῶν καριδοειδῶν (carididae), τῆς τάξεως τῶν δεκαπόδων (decapoda) κοιν.: Φέρε τὴν ἀπόχη νὰ πιˬάσουμε γαρίδες γιˬὰ δόλωμα. Δῶσε μας δυˬὸ γαρίδες γιˬὰ μεζέ. Πῆρα λίγες γαρίδες, γιˬατὶ νηστεύομε Οἱ γαρίδες γίνονται βραστὲς μὲ λαδολέμονο κοιν. || Φρ. Κόκκινος σὰν καρίδα (λίαν κόκκινος, αἱματώδης τὴν ὄψιν) Θράκ. (Αἷν.) Πβ. τὸ ἀρχ. «ἐρυθρότερος καρῖδος ὀπτῆς» (’Αθήν. ΙΙΙ 106α). Συνών. φρ. Κόκκινος σὰν ἀστακὸς-σὰ ντομάτα-σὰν παντζάρι. Πάει μπροστὰ σὰ γαρίδα (ἐπὶ ὀκνηρῶν ἢ βραδυκινήτων) Αἴγιν. Συνών. φρ. Περπατάει σὰν τὸν κάβουρα-σὰν τὴ χελώνα. Πετάει σὰν γαρίδα (ἐπὶ γυναικὸς εὐκινήτου) Κωνπλ. Ἔκαμα ἔγινε τὸ μάτι μου γαρίδα (ἔχω διεσταλμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξ ἐντάσεως τῆς προσοχῆς, προσέχω ἐντατικῶς) κοιν. Ἔγινε τὸ μάτι μου γαρίδα γιˬὰ ψωμὶ-κρέας-φροῦτο, κττ. (στεροῦμαι τελείως ἢ σπανίως ἔχω νὰ φάγω ψωμὶ-κρέας, κττ.) κοιν. Γαρίδα τὸ μάτι μου ὅλη νύχτα (παρέμεινα ἄυπνος) σύνηθ. Οὔτε γαρίδα δὲν ὑπάρχει (παντελὴς ἔλλειψις ἰχθύων) ’Αθῆν. κ.ἀ. Συνών. φρ. Οὔτε λέπι δὲν ὑπάρχει. Δὲ μελεύει οὔτε γαρίδα λάχανο (παντελὴς ἔλλειψις λαχανικῶν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. φρ. Οὔτε πράσινο φύλλο δὲν ὑπάρχει. Οὔτε γαρίδα νερὸ δὲ μελεύει (οὔτε σταγὼν ὕδατος) Πελοπν. (Μεσσ.) Γαρίδα νερὸ (συνών. τῆ προηγ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Στερελλ. (Κλών) κ.ἀ. (εἰς τὴν φρ. ταύτην καὶ τὰς ἑπομένας ὑπόκειται ἴσως σημασιολογικὸς συμφυρμὸς πρὸς τὸ γαρίλα 3, ὅ ἰδ.) Δῶσε μου νιˬὰ γαρίδα νερὸ-λάδι κττ. (ὀλίγον ὕδωρ, ἔλαιον, κττ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἡ βρύση στέρεψε, δὲν ἔχει γαρίδα (οὔτε σταγόνα) Πελοπν. (Μάν.) Δὲν ηὗρα νερὸ ’ς τὴ σγούρνα νά πιˬοῦ, οὔτε γαρίδα (συνών. τῆ προηγ.) Πελοπν. (Κίτ.) 2) Εἶδος μικροῦ ἰχθύος διαιτωμένου εἰς τὰ ἀβαθῆ τῶν ποταμῶν Στερελλ. (Σιβίστ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA