ἀφότι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφότι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀφότι σύνδ. Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.) ἀφότις Θήρ. Κύπρ. Νάξ. κ.ἀ. ἀφόντις Ζάκ. Θήρ. (Οἴα) Θρᾴκ. Χίος κ.ἀ. ἀ-φόdις Κύθηρ. κ.ἀ. ἀφόντ’ς Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Βελβ.) ἀφούτις Κύπρ. ’φότι Πόντ. (Ἀμισ.) ’φουτζοῦ Ἴμβρ. ’φοτὶς Θρᾴκ. (Κωστ.) ἀπότι Ἀπουλ. Θήρ. (Οἴα) Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) Πάρ. κ.ἀ. ἀπότις Κύπρ. Πάρ. ἀπόντις Ζάκ. ἀπόdις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπότσι Κεφαλλ. Τσακων. ἀποτσὶ Τσακων. ἀπέτι Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ.) ἀπέτ’ Πόντ. (Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿πούτις Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν ἐπίρρ. ἀφότι, παρ’ ὃ καὶ ἀφότις. Ὁ τύπ. ἀφόντις καὶ ἐν Διγεν. Ἀκρίτ. (Λαογρ. 9,314). Οἱ τύπ. ἀφούτις καὶ ’φουτζοῦ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀφοῦ. Διὰ τοὺς μετὰ τοῦ π τύπ. ἰδ. ἀφόταν.
Σημασιολογία
1) Ἀφότου Ἀπουλ. Εὔβ. (Στρόπον.) Ζάκ. Θεσσ. (Πήλ.) Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κύθηρ. Κύπρ. Μακεδ. (Βελβ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Πάρ. Πόντ. (Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. κ.ἀ.: Ἀφότις τὰ πῆρα, τά ’χω Κύθηρ. Ἀφόντ’ς ἔφ’γι, δὲ μᾶς θ’μήθ’κι νὰ μᾶς στείλ’ ἕνα γράμμα Πήλ. Ἀπέτ’ ἐγεννέθα κιˬάν’, ἀίκον ᾽κ᾽εἶδα (ἀφότου ἐγεννήθην, τοιοῦτον δὲν εἶδα) Χαλδ. || Παροιμ. Ἡ νύφ’ ἀπόdις γεννηθῆ, τσῆ πεθερᾶς τση μο͜ιάζει (ἐπὶ κοινῶν ἐλαττωμάτων ἢ προσόντων τῶν συμπεθέρων) Νάξ. || ᾎσμ. Ἀφόντις ἠγεννήθηκα, φωθιὰ μὲ τριγυρίζει Τσαὶ νὰ μὲ κάψῃ δὲ μπορεῖ τσ’ ὅλο μὲ βασανίζει Οἴα. Ἡ σημ. καὶ ἐν Διγεν. Ἀκρίτ. ἔνθ’ ἀν. «ὡσὰν δὲ ἔσωσεν ὁ κύκλος τῶν ἐννέα μηνῶν, ἀφόντις ἐγγαστρώθη ἡ βασίλισσα, ἐγέννησε τὴν κόρην». 2) Ὅταν Ζάκ. Θήρ. Κεφαλλ. Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Σούρμ.): Ἀφότι περᾷς, ἔλα λίγον Οἰν. ’Φότι εἶναι ἀνοιχτὰ τὰ πόρτες, τρέξε καὶ ἔμπα ἀπέσου (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. Ὁ Θεὸς ἀπέτ’ ἔπλασε μας, ἐδῶκε μας έρ καὶ ποδάρ νὰ δουλεύωμε Σούρμ. || ᾌσμ. Ὁ χωρικὸς τὸν ἄρχοdα τὸνε βαστάει ᾽ς τὴ bλάτη κιˬ ἀπότσι τὸν ἐπήθωσε τοῦ ἔβγαλε τὸ μάτι Κεφαλλ. Κιˬ ἀφόντις ἐτριγύρισα τὰ ὠργισμένα ὄρη, μ’ ἔβγαλαν τὰ σκυλλάκια μου μιˬὰν πλουμισμένη κόρη Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν. στ. 230 (ἔκδ. GWagner σ. 10) «ἀφότι ’φάγαν τὸ ψωμὶν καὶ κατ’ αὐτοῦ γαβγίζουν». β) Ἐνῷ, ἐκεῖ ποῦ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.): Ἀφότι ἔστεκα, κἄτ’ ἔπαθα Οἰν. 3) Ἀφοῦ, ἐπειδὴ Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων. Φιλότ.) Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ.) κ.ἀ.: Ἀφούτις ᾿ὲν ἔρκεσαι, ᾿εν-νὰ πάω μανιχός μου Κύπρ. Ἀπότι δὲν ἔρχεσαι σύ, δὲν ἔρχομαι κ’ ἐγὼ Φιλότ. Ἀπότι σοῦ μιλῶ καὶ δὲν ἀκοῦς; Φιλότ. Ἀπέτι λές ἀ, ψέμα οὔτ’ ἔνι Ζησιν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 306 (ἔκδ. GWagner σ. 75) «κι ἀφότις ἐντροπιάσθηκα καὶ χάθην μετὰ σένα, | κάλλιον νά ’χα ξορισθῆν καὶ νά ’χα πάν’ ’ς τὰ ξένα». Πβ. ἀφόταν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA