ἀφότου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφότου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀφότου σύνδ. κοιν. ἀφότους Κύπρ. ἀφόντου Μεγίστ. κ.ἀ. ἀφόντους Ἤπ. ’φόντους Θρᾴκ. (Αἷν.) κ.ἀ. ’φοῦντο (Νουμᾶς 124,10) ἀπόντου Χίος ἀπόφτου Κέρκ.

Ετυμολογία

Ὁ μεσν. σύνδ. ἀφότου, παρ’ ὃ καὶ ἀφόντου. Διὰ τοὺς μετὰ τοῦ π τύπ. ἰδ. ἀφόταν.

Σημασιολογία

1) Ἐξ οὗ χρόνου, ἀφ᾿ οὗ χρόνου κοιν.: Ἀφότου γεννήθηκε, πάντοτε τέτο͜ιος ἦταν. Ἀφότου ἀρρώστησε, παράτησε τὸ πιοτό. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 590 Η (ἔκδ. JSchmitt) «ἀφότου γὰρ ἐστέψασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του... | οὐδὲν ἐπέρασε ποσῶς ἕνας μῆνας σωζᾶτος». 2) Ὅταν Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ. Χίος κ.ἀ. ’Φόντους ξύπνισι οὑ δράκους, ἔτριξι καταπόδ’ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. || ᾎσμ. Ἀπόντου τὰ μεσάνυχτα οἱ πετεινοὶ λαλ-λοῦσα, ἄκου τὴν πόρτα καὶ βροντᾷ καὶ ξύπνησεν ἡ Σοῦσα Χίος Ἀφότους τὸν ἐπνίξασιν, δῶσαν τον νὰ τὸν θάψουν, ὅσοι τὸν ἀγαπούσασιν ἤρτασιν νὰ τὸν κλάψουν Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 98 (ἔκδ. JSchmitt) «κι ἀφόντου ἀπεσώσασιν εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφο, | δόξαν καὶ ὕμνον ἔδωσαν πρὸς ποιητὴν τοῦ κόσμου». Πβ. ἀφόταν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/