βόγγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόγγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βόγγος ὁ., Κέρκ. Κύθν. κ.ἀ. –ΔΒουτυρ. Εἴκοσι Διηγήμ. 17 ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 8 ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. 74 –Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βογγῶ.

Σημασιολογία

1) Βόγγημα, ὃ ἰδ., Κέρκ. κ.ἀ. –Κ.Μπαστ. ἔνθ᾽ ἀν. –Λεξ. Αἰν.: Πῶς μιλῶντας κἀνεὶς γιˬὰ θάλασσα καὶ ψαρικὴ νὰ λησμονήσῃ τούτους τοὺς δουλευτὲς ἢ νὰ καμωθῇ πῶς ὁ βόγγος τους δὲ σούβλισε τ᾿ ἄφτι του; ΚΜπαστ. ἔνθ᾿ ἀν. 2) Βοή, ἦχος ΔΒουτυρ. ἔνθ’ ἀν. ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ θάλασσα, ποῦ ἄλλοτε τόσο θορυβοῦσε, φώναζε, εἶχε βουβαθῆ τώρα, ὁ βόγγος της, ἡ φωνή της δὲν ἐρχότανε ΔΒουτυρ. ἔνθ᾽ ἀν. Ὁ βόγγος τοῦ ἀγέρα ΓΣτρατήγ. ἔνθ.’ ἀν. 3) Ἀγρία μέλισσα (πιθανῶς διὰ τὸν βόμβον ποῦ παράγει. Πβ. Μ᾽Ετυμολ. 699 «αἱ αἴθυιαι, αἱ κληθεῖσαι βοῦγγες παρὰ τὴν βοήν») Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/