ἀναγερμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγερμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγερμὸς ὁ, ἀναγειρμὸς Κύπρ. -ΧΠαλαίσ. Συλλ Κυπρ. Ποιημ. 181 ἀναειρμὸς Κύπρ. ἀναγερμός Κύπρ. ἀναερμός Δλιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 1,112 ‘νεερμός Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀναγέρνω.

Σημασιολογία

1) Ἀναστάτωσις, ἀνακατωμός ἔνθ’ἄν.: Ποιήμ. Ἀναγειρμός ‘πάνω ‘ς τήν γῆν, παρακαλῶ να ‘γίνην ται πλάσματα νά μήν μείνουν, μόνον ἐγιˬώ μέ τείνην Χπαλαίς. ἔνθ’ἀν. Τοῦτα τ᾽ ἀμ-μάδκιˬα ποῦ λαλοῦν | ἔν᾿ ταὶ χαρὰ ταὶ κλάμαν, ἔν᾽ θάνατος, ἀναερμός, | ἔν᾿ ταὶ ζωὴ ταὶ σκοτωμός, ᾽ὲν ἔνι ἄλ-λον πρᾶμαν ΔΛιπέρτ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τριγμὸς Κύπρ.: ᾎσμ. Τιˬ ὅσον τ’ ἐπαραστράτισεν ταὶ πάει κἀμπόσον τόπον͵ ἐφάνην της ταὶ ἄκουσεν ἀναειρμὸν κοκκάλων 3) Ἐρυγή, ἐρευγμὸς Ροδ. Συνων. ρέψιμο. Πβ. ἀνάγερμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/