γαριˬερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριˬερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαριˬερός ἐπίθ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Κίσ. Σφακ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μ’Εγκυκλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαριˬά καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

1) ’Ακάθαρτος, ρυπαρός, γαριˬασμένος, ὃ ἰδ. ἐν λ. γαριˬάζω ἔνθ’ ἀν.: Γαριˬερό ’ναι τὸ ποκάμισό σου Κρήτ. (Σφακ) || Ἄσμ. Πάει ρωτᾷ καὶ τὴ gερά : τί ’καμες τὸ γαιˬτάνι; -Σὰ γαριˬερὸ μοῦ ’φάνηκε κ’ ἐπῆγα νὰ τὸ πλύνω κ’ ἑφούσκωσεν ἡ θάλασσα κ’ ἐπῆρε do τό κῦμα Κίσ. Καὶ μιὰ dουφέκα γαριˬερὴ βαστοῦσιν εἰς τὴ χέρα ’ς τὴ μέση ἕνα bίστολο καὶ μιὰ σκουρομαχαίρα Σφακ. 2) Οὐσ. μετων., οἱ κάτοικοι τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τῶν Σφακίων (ὡς φέροντες ρυπαρά ἐνδύματα) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Σφακ. κ.ἀ.) : Ἆσμ. Εἶdα λογιˬῶς οἱ γαριˬεροὶ ’ς τὸ bύργο τὸν ἐκλεῖσα, τὴν ἀφορμή, πῶς ἤτονε, ποὺ τὸν ἐκαταλύσα Σφακ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. Κρήτ. (’Αμάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/