γαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαρίζω Θήρ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Μυλοπότ. Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. (Χαλδ.)-Λεξ. Δημητρ. γαρίζου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Σάμ. Τένεδ. γαρίζ-ζω Κῶς γαρίτζω Σίφν. γαΐζου Σαμοθρ. σγαρίζω Λεξ. Βάϊγ. σγαρίζου Μακεδ. (Μελέν.) καρίζω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γάρος. Ὁ σχηματισμὸς ἀσφαλῶς Βυζαντ. ἤδη, ὡς πιστοῦται ἐκ τῆς μετοχ. γαρισμένος καὶ τοῦ παραγώγου γάρισμα. Βλ. Πρόδρομ. ΙΙΙ, 215 (ἔκδ. Hesseling-Pernot σ. 57): «καὶ πίνω καὶ τό γάρισμα, αὐτὸ το γαρισμένον καί πρήσκεται ἡ κοιλία μου, τὰ δ’ ἄλλα μὴ τὰ λέγω». Διὰ τὸν τύπ. γαΐζου, βλ. ’Ι. Καλλέρ., Λεξικογρ. Δελτ. ᾿Ακαδ. ’Αθην. 8 (1958), 53 ὑποσ. 5. Ὁ τύπ. σγαρίζω (διὰ προθετικοῦ σ) καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἐνδυμάτων, καθίσταμαι ρυπαρός, ρυπαίνομαι Θήρ. Κρήτ. (Μυλοπότ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) : ’Ηγαρίσανε τὰ ροῦχα καὶ θένε πλύσιμο Θήρ. ’Εγαρίσανε τὰ ροῦχα μου Μυλοπότ. Ρέθυμν. Μετοχ. γαρισμένος=ρυπαρός, ἀκάθαρτος Θήρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) : Μάζωξε τὰ γαρισμένα ροῦχα νὰ τὰ δώσῃς ’ς τὴ bλύστρα Θήρ. Συνών. βλ. ἐν λ. γαριˬάζω 1. Καὶ μετβ., καθιστῶ ρυπαρά, ρυπαίνω (τὰ ἐνδύματα) Θήρ. κ.ἀ.: Ἐσὺ τά γαρίζεις πολὺ τὰ ροῦχα Θήρ. 2) Ἐπὶ καιομένων ἤ βραζομένων πραγμάτων, λαμβάνω χροιὰν μελανωπήν, μαυρίζω, μελανιˬάζω Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Σφακ. κ.ἀ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Γορτυν. ): ’Εγάρισεν ὁ λύχνος καὶ δὲ φέγγει (ἀπηνθρακώθη ἡ θρυαλλίς τοῦ λύχνου) Ἅγιος Βασίλ. Νὰ γαρίσετε, γιˬά ξύλα! (ἐπὶ ξύλων τῆς πυρᾶς, τὰ ὁποῖα καπνίζουν καὶ μαυρίζουν, χωρὶς νὰ ἀνάπτουν· ἀρὰ) Σφακ. ’Εγαρίσανε τὰ κουκκιˬὰ ’ς τὸ τσικάλι (ἐπὶ κυάμων δυσεψὴτων) αὐτόθ. Τὸ φαΐ γάρισε ’ς τὴ φωτιˬὰ (ἐπὶ φαγητοῦ ἑψηθέντος πέρα τοῦ δέοντος) Γορτυν. β) Ἐπὶ φαγητοῦ, βράζω σιγὰ-σιγὰ καὶ κανονικά ὥστε νὰ ἀπομείνῃ ἐλαχίστη ποσότης ζωμοῦ Σίφν.: Ἄσ’ τὸ φαῒ νὰ γαρίσῃ. Πβ. καλογαρίζω. Καὶ μετβ. κάμνω τι νὰ μελανιˬάσῃ, νὰ χαλάση Κρήτ. (Σφακ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Εγάρισε dὸ τσικάλι τὰ κουκκιˬὰ Σφακ. Τὸ γάρισες τὸ φαῒ τόσες ὧρες ’ς τὴ φωτιˬὰ Γορτυν. γ) Μεταφ., συντελῶ εἰς τὴν ἀποτελμάτωσιν ἢ τὴν καταστροφὴν ὑποθέσεως ἕνεκα ἀσκόπου ἐπιβραδύνσεως Πελοπν. (Γορτυν.) : Τὴ γάρισες τὴ δουλε͜ιά. 3) Ἐπὶ νηπίων καὶ παιδίων, μελανιˬάζω ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα, ἀποκάμνω κλαίων Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Θράκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κῶς Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.) Σάμ-Λεξ. Δημητρ.: ’Εγάρισεν dὸ παιὶ μ- ’bὸ τὸ κλάμα Κῶς. Γάρ’σι τοὺ πιδὶ νὰ κλαίῃ Σάμ. Ποῦ χάθηκες σήμερα; τὸ παιδί σ' γάρισε ἀπὸ τὸ πρωὶ Ζαγορ. Τὸ μωρὸν ἐγάρ’τσεν κ’ ἐσὺ ᾿κὶ ἀκοῦς; Κοτύωρ. ᾿Εγάρισεν τὸ μωρὸν ἀσ’ σὸ κλάψιμο Οἰν. Συνών. γάζω 2, γανιˬάζω, γανίζω, γαρνιˬάζω, μαυρίζω, μελανιˬάζω, σκάζω. β) Ἐπὶ παιδίων ἢ καὶ ἐνηλίκων, κλαίω γοερῶς καὶ παρατεταμένως Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) Σάμ. Τένεδ.-Λεξ. Βάιγ. Συνών. βάζω (Ι) 1γ, βαΰζω 1β, γαΐζω, γανιˬάζω, σκούζω. γ) Βραχνιˬάζω ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα ἢ ἀπὸ τάς πολλὰς φωνὰς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. ): Κούιξον. κούιξον, ἐγάριξα Κερασ. Ἐγάρ’τσεν ἡ λαλία μ᾽ Τραπ. Σώνει τραγωδεῖς, ἐγάρισες (φθάνει ποὺ τραγουδεῖς, ἐβράχνιˬασες) Οἰν. Συνών. βληχιˬάζω 2, βραχνιˬάζω, γανιˬάζω. Πβ. ἀγάριστος. 4) ’Ασθμαίνω, πνευστιῶ ἐκ κόπου ἤ δρόμου Λῆμν. : Γάρ’σι νὰ τρέ’. Συνών. ἀγκομαχῶ, λαχανιˬάζω, φουσκώνω. 5) Αἰσθάνομαι τὸ στόμα ξηρὸν καὶ πικρὸν ἐκ δίψης ἢ πείνης ἐξαντλοῦμαι ἀπὸ δίψαν ἤ πεῖναν Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. ) Σαμοθρ.: Ἐγάρισα ἀσ’ σὴν πεῖνα. Οἰν. Δὲν εἶχε νιὸ κὶ γαρίσαμ’ ἀπ’ d’ δίψα Σαμοθρ. Δὲν ἰγείχαμ’ νιὸ κί γαΐσαμ’ γού’ μία διψασμέ’ (δὲν εἴχαμε νερὸ καὶ ἐταλαιπωρήθημεν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκ δίψης) αὐτόθ. Συνών. γανιˬάζω, γανίζω, σκάζω. 6) ᾿Επὶ ἀγγείων ἢ πηγῶν, ἀναβλύζω, ἀναδίδω ὑγρὸν εἰς ἐλαχίστην ποσότητα, οἱονεὶ κατὰ σταγόνας (πιθανώτατα ἐκ τοῦ κατὰ σταγόνας ἀναδιδομένου γάρου διὰ τῶν πόρων ἢ τῶν σημείων ἐφαρμογῆς ἀγγείων περιεχόντων ἐλαίας, τυρόν, κττ.) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ. ): Τρέ’ τοὺ βαρέ’ σας; Μπά! ἴσιˬα, ἴσιˬα π᾿ γαρί’ Ἄκρ. Δὲ μπόρισα νὰ γιˬουμίσου τοὺ ματαρᾶ ’ς τοῦ Κιραμ’ δαρε͜ιό· ὅτ’ γαρί’ ’κεί᾿ ἡ βρύ’ (ματαρᾶς=νεράσκι) αὐτόθ. Συνών. ἀναγαρίζω. β) ’Απροσ., πίπτει ἀραιὰ καὶ σιγανή βροχή, ψιλοβρέχει Πελοπν. (Κλουτσινοχ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA