βόδωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόδωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βόδωσι ἡ, ἀμάρτ. ἐβγόδωσι Κρητ. –ΝΜαράντ. Κρητ. Ἀποσπερ. 42.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βοδώνω.
Σημασιολογία
1) Εὐκολία ΝΜαράντ. ἔνθ’ ἀν.: Ἐτουλόγου σας ἁποὺ ζῆτε ’ς τὴ χώρα ἔχετε καὶ ὃλες σας τσοὶ ἐβγόδωσες. 2) Βόδωμα 2, ὃ ἰδ., Κρήτ.: Δὲ τζῆ ξαναδίδω πρᾶμα, γιˬατί μοῦ ζήτηξε μιˬὰν εβγόδωσι καὶ δὲ μοῦ τὴν ξαναγιˬάγειρε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA