ἀνάγιˬωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάγιˬωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάγιˬωμαν τό, Κύπρ. ἀνάγιˬουμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγιών-νω.
Σημασιολογία
’Ανατροφή, διαπαιδαγώγησις παίδων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄς ἔν’ χαρ-ράμιν σου τ᾽ ἀναγιˬώματά μου ! (ἀρὰ) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA