ἀναγιˬωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγιˬωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγιˬωτὸς ἐπίθ. Κύπρ. -Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ρ. ἀναγιˬών-νω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνατραφεὶς παιδιόθεν ὑπ᾽ ἄλλου τινὸς καὶ οὐχὶ ὑπὸ τῶν γονέων του, υἱὸς θετὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εν ἦρτεν ἀκόμη ὁ ἀναγιˬωτός μου Κύπρ. Τούτη ἠ κωπελ-λούδα ἔν᾽ ἀναγιˬωτή μου αὐτόθ. Συνων ἀναθρεφτός, παραγιˬός, παραπαίδι, ψυχογιˬός, ψυχοπαίδι. Συνών. τοῦ θηλ. ἀναθρεφτὴ (ἰδ. ἀναθρεφτός), ἀναθρεφτικε͜ιά (ἰδ. ἀναθρεφτικός), ἀναθροφική (ἰδ. άνθροφικός), παρακόρη, ψυχοκόρη, ψυχοπαίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA