ἀναγκαῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκαῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναγκαῖο τό, ἀναγκαῖον Κύπρ. Λυκ.(Λιβύσσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) -Λεξ. Μπριγκ. ἀναγκαῖο κοιν. καὶ Πόντ. (Κολων.) ἀναγκαῖου βόρ. ἰδιώμ. ἀναντζαῖο Ἄνδρ. Θήρ. κ. ἀ. ἀναγκα͜ιὸν Λεξ. Δεὲκ ἀναγκα͜ιὸ Ἤπ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀναγκαῖος ὁ, Βιθυν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) Θράκ.(Σηλυβρ.) Πελοπν.(Λάστ.) Πόντ. (Τραπ.) Προπ. (Πάνορμ.), ἀναgαῖος Ἄνδρ. Κρήτ. (Σέλιν.) ἀνατζαῖος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀγκα͜ιός Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀναγκαίον=τόπος περιορισμοῦ. Ὁ τύπ. ἀναγκα͜ιὸ καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

1)Ἀφοδευτήριον, ἀποχωρητήριον κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ. ἀ.) : Φρ. Εἶναι ἕνας ἀναγκαῖος (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀχρείου καὶ κακοήθους) Πελοπν.(Λάστ.) ‖ Παροιμ. Τό σπίτι θά ᾽χῃ καὶ ἀναγκαῖο (ἐπὶ οἰκογενείας, τῆς ὁποίας μέλος τι εἶναι κακόηθες) ᾿Αθῆν. Ἤπ. ᾿Αποὺ καλουσὑ’ τ᾿ δὲν πάει κἀνεὶς ᾿ς τοὺ ἀναγκαῖου (ἐκ συμφέροντος ἢ ἄλλης ἀνάγκης καὶ οὐχὶ ἑκουσίως καὶ εὐχαρίστως συναναστρέφεταί τις μετ’ ἀχρείων καὶ κακοήθων) Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φαβωρ. Συνών. ἀλλαμπάντα 3, ἀνάγκη 1 δ, ἀνάπαψι, ἀπόπατος, ἀποχωρητήριο, μέρος, πόρεψι, χαλές, χεζουρε͜ιό, χεστερή, χρεία. Πβ. ἀκριόλι 2) Οὐροδοχεῖον, ἀμίς, Θήρ. Κέρκ. Παξ. Συνών. ἀγγε͜ιάστρα, ἀγγε͜ιό 1δ, ἀμίδα, ἀμίλητο (ἰδ. ἀμίλητος) Β3), γλαστρί, ἐπιδέξιˬο, καθοίκι, κατουρέλλι, κατουρογυˬαλί, κατουροκάνατο, κατουροκούμαρο, τσουκάλι. 3) Ἀναγκαῖον σκεῦος, σκευοθήκη Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. ἀνάγκη 1ε

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/