ἀναγκαῖος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκαῖος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγκαῖος ἐπίθ. Λογ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναγκαῖος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἔχει τις ἀναγκην κοιν.: Πρᾶμα ἀναγκαῖο. 2) Ὁ σπουδαῖος, ὁ λόγου ἄξιος Θρᾴκ.: Ἔχω ἕνα λόγο νὰ τοῦ πῶ πολὺ ἀναγκαῖο 3) ᾿Επιβλαβὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μὴν πί᾿ς κρασί, εἶνι ἀναγκαῖου. Β) Οὐσ. 1) Πρᾶγμα, τοῦ ὁποίου ἔχει τις ἀνάγκην, πρᾶγμα χρήσιμον κοιν.: Θἀ πάρω ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ σπιτιˬοῦ, γιˬατὶ θέλω νὰ τά ᾽ χω γιˬὰ κάθε περίστασι. Μοῦ λειπουν τ᾽ ἀναγκαῖα. ‖ Γνωμ. Ὅπο͜ιος ἀγοράζει τὰ περιττὰ πουλεῖ τὰ ἀναγκαῖα ΙΒενιζέλ. Παρόμ.2 205,399. 2) Πρᾶγμα ἐπιβλαβὲς Στερελλ. (Αἰτωλ): Μὴν τρώς ἀναγκαῖα κι᾽ σἰ βλάβ΄νι, τώρα ποῦ εἶσι ἄρρουστους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA