βοηθῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοηθῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοηθῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βοηˬθῶ κοιν. βοηθάω κοιν. βοηˬθάω σύνηθ. βουηθάου βόρ. ἰδιώμ. βουηˬθῶ Κρήτ. βουηˬθάου βόρ. ἰδιώμ. βογηθῶ Καππ. (Σινασσ.) Λευκ. βοηθοῦ Τσακων. βοηθιˬοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βοχθάω Κεφαλλ. βοχτάω Κεφαλλ. βοχτάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) βοθῶ Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάλυμν. Καππ. Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. βοθάω Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.) βουθῶ Ἀμοργ. Ἀστυπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ. Κίμωλ. Κύπρ. Κῶς Λέρ. Λέσβ. Λῆμν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. βουθάου Μακεδ. (Ἀρν.) βοθοῦ Σκῦρ. βουθοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀβοηθῶ Πελοπν. (Μάν.) Τῆν. ἀβοηˬθῶ Σκίαθ. ἀβουηˬθῶ Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ.) Μύκ. ἀβοχτῶ Κεφαλλ. ἀβουχτῶ Κέως ἀβουθῶ Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος (Πυργ.) ’ουθῶ Κάρπ. γοθῶ Ρόδ. γουθῶ Μακεδ. (Βελβ.) Σύμ. Τῆλ. μπουχθῶ Σίφν. ἀμπουχθῶ Σίφν. μπουθῶ Κύθν. ἀμπουθῶ Ἴος Κύθν. ἀbουθῶ Νάξ. (Γαλανᾶδ.) φηdῶ ᾿Απουλ. φ’θῶ Ἴμβρ. φ’dῶ Λέσβ. φ’τῶ Λέσβ. βησῶ Ἀπουλ. ἀφουθάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀφουδάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀφηdῶ Ἀπουλ. ἀφητῶ Ἀπουλ. ἀβησῶ Ἀπουλ. βοθίζω Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) ἀβουθίτζου Καλαβρ. (Καρδ.) Μέσ. βοηθίζομαι Σῦρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βοηθῶ. Οἱ τύπ. βοθῶ, δι’ ὃν πβ. καὶ τὸ ἀρχ. ᾽Ιων. βωθέω, βουθῶ καὶ βοηθίζομαι καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 3, 10 κῶδ. g (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «κατάβαινε εἰς τὴν τράπεζαν καὶ βόθα τὸν κελλάριν» καὶ Μαχαιρ. 1, 514 (ἔκδ. RDawkins) «νὰ σᾶς βουθήσῃ ὁ Θεὸς» καὶ Μαχαιρ 1, 200 «θωρῶντα οἱ κλέφτες τὰ δύο κάτεργα ἐβάλαν ἀπάνω πολλοὺς ἄλλους Σαρακηνοὺς διὰ νὰ βοηθιστοῦσιν». Διὰ τὸν τύπον Ἀπουλ βησῶ πβ. βησεία ἐν λ. βοήθεια.
Σημασιολογία
1) Παρέχω εἴς τινα ὑλικὴν καὶ ἠθικὴν ἀρωγήν, ἐπικουρῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (᾽Ινέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσῃ. Βοηθὼ τὸν ἀδερφό μου-τὸ σπίτι μου-τοὺς φτωχοὺς κττ. κοιν. Ἀδερφὸς τ’ αδερφοῦ δὲ βουηˬθᾶ σήμερο Κρήτ. Νὰ βοηθᾷ! (ευχὴ λεγομένη κατὰ τὴν ἡμέραν ἑορτῆς ἁγίου) Ἰνέπ. Νὰ μᾶς βουθάῃ κ’ ἡ σημερ’νὴ (ἐνν. ἡμέρα, συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀρν. ‖ Γνωμ. Μὲ τὴ μοῖρα τῶν παιδιˬῶ βοηθε͜ιέται κι ὁ πατέρας Σίφν. ‖ Παροιμ. Ἅι–Γε͜ώργι, βοήˬθα με, κούνα κ’ ἐσὺ τὸ χέρι σου (συνών. τῇ ἀρχ. «συνών. Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει», ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) κοιν. Βό͜ηθα με, φτωχέ, νὰ μὴ σοῦ μο͜ιάσω (εἰρων. πρὸς πλούσιον ἐπικαλούμενον τὴν βοήθειαν πτωχοῦ, ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχοῦ) σύνηθ. Εἴχαμε σκύλλο κ’ ἐβόθαε τὸ λύκο (ἐπὶ ἀπίστου φίλου, συγγενοῦς ἢ ὑπηρέτου) Κάμπος Λακων. ‖ ᾎσμ. Ἡ τύχη σὰ δὲ μοῦ βουηˬθᾷ, ψυχή, γιˬάdα δὲ βγαίνεις; βασανισμένο μου κορμὶ καὶ γιˬάdα δὲ bοθαίνεις; Κρήτ. –Ποίημ. Ποῖος ᾿ς τὸ σύντροφον ἁπλώνει | χέρι ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ, ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει | ὅσο ποῦ νὰ νεκρωθῇ; ΔΣολωμ. 23 2) Ἀνασηκώνω τι, συνήθως ἐπὶ βάρους Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Κοτζάμου θεόσακκα καὶ τ᾽ ἀβουχτάει μονάχος του Κεφαλλ. Τ᾿ ἀβουθᾷ ’ς τὸν ὦμο του Ἀπύρανθ. 3) ᾿Επιφορτίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾿Εσὺ τὴν εἶπες τὴ gουβέdα ’φτὴ κ’ ὕστερα τὴν ἐβούθησες ἐμένα. ‖ Φρ. Τοῦ τὴν ἀβουθοῦσι (τὸν ὑπανδρεύουν μαζί της, συνών φρ. τοῦ τὴν φορτώνουν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA