βοθρὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοθρὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοθρὶ τό, Ἀμοργ. Κάλυμν. Κρήτ. (Σέλιν.) Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. (Ἀρχάγγελ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ -Λεξ. Βλαστ. 299 Δημητρ. βορθὶ Κρήτ. Νάξ. (Βόθρ.) βοχθὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βυθρὶ Πάρ. ὀρθρὶ Νίσυρ. γουθρὶ Σάμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βοθρίον. Τὸ βυθρὶ πιθανῶς κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ βυθὸς ἢ βύθος.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς λάκκος, βόθρος Σάμ. Σῦρ. κ.ἀ. β) Ὁ λάκκος τῆς ἀσβεστοκαμίνου Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Πάρ. γ) Ὁ λάκκος τοῦ ὑπολήνιου, ὅπου ρέει τὸ γλεῦκος Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. δ) Μικρὸς λάκκος παρὰ τὸ στόμιον τοῦ φούρνου ἢ ἐντὸς αὐτοῦ, ὅπου συσσωρεύεται ἤ ἀνθρακιὰ Ἀμοργ. Κάλυμν. Κρήτ. Κῶς κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. ε) Ἡ λάρναξ τοῦ ἐλαιοτριβείου, εἰς τὴν ὁποίαν ρέει τὸ ἔλαιον ἀπὸ τὴν πιεστικὴν μηχανὴν Κρήτ. (Σέλιν.) Σάμ. Χίος. ς) Ἡ δεξαμενὴ τῆς ἀποστακτικῆς μηχανῆς Ρόδ. (Ἀρχάγγελ.) 2) Πᾶν κοῖλον μέρος, ὅπου συναθροίζεται ὕδωρ Νίσυρ. Πβ. βόθρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/