ἀναγκασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναγκασιˬὰ ἡ, ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 32 ἀνεgασά Α.Κρήτ. ’νεγκασία Πόντ (᾿Αργυρόπ. Κερασ Κοτύωρ. Σαντ Τραπ. Χαλδ.) ᾽νεgασιˬὰ Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγκάζω.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Βία, σπουδὴ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ): ’Πὲ τὴ ᾿νεgασιˬά μ᾽ ξέχασα νὰ πάρω τή gεσιˬά μ᾿ (τη gεσιˬὰ ἐκ τοῦ τὴν κεσιˬὰ=τὸ βαλάντιον). ’Πὲ τοὶς ᾽νεgασιˬὲς δουλε͜ιὲς δὲ γίν’νται (᾿πὲ= μέ). Συνών. ἀνάγκασι 4. 2) Kούρασις, κόπωσις Πόντ. (’Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σαντ Τραπ. Χαλδ.): ’Ασ’ σἠν ᾿νεγκασία μ᾽ ὁλόρθα νὰ στέκω ᾽κ᾽ ἐπορῶ (ἀπὸ τὴν κούρασι δὲν ἠμπορῶ νὰ σταθῶ ὄρθιος) Χαλδ. ’Ασ’ σἠν 'νεγκασίαν ᾿κ᾿ έκοιμέθεν Σάντ. Συνών. *ἀναγκασίος, ἀνάγκασμα 3, κόπος, κούρασι. Β) ᾿Επιρρηματ. 1) ᾿Εν βίᾳ, ἐν σπουδῇ ΣΠασαγιάνν. ᾿Αντίλ. 32 : Ποίημ. Καὶ πάν ’ς τοὺς κάμπους, ’ς τὰ σπαρτὰ σὰν τὸ μερμηκολόι, ὅταν στρατεύῃ ἀπ’ τοὶς φωλεˬὲς κιˬ ἀραδαρεˬές ἀπλώνῃ κιˬ ἀναγκασιˬὰ σπυρολογάει γιˬὰ τὸ χειμωνοτρόφι. Συνών. ἀναγκασμένα, ἀναγκαστὰ 2, ἀναγκαστικἁ 2, βιˬαστικά. 2) Ἡ γενικ. ἀνεgαςᾶς, παρὰ τὴν θέλησιν, βίᾳ Α.Κρήτ. 2 Δὲν πάω ἀνεgασᾶς μου, μόνο μὴ μὲ πολεμᾷς. Συνών. ἄβουλα 1, ἀβουλῆς, ἄγνωμα, ἀγνωμάτιˬαστα, ἄθελα, ἀθέλητα, ἀναγκαστὰ 1, ἀνάγκαστικὰ 1, ἀναγκαστικῶς, ξαναγκασιˬᾶς, στανικῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA