βοθρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοθρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοθρίζω Ἀμοργ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βουθρίζω Κάλυμν.-Λεξ. Δημητρ. γιˬοθρίζω Κάρπ. γιˬοθρίτζω Σύμ. γιˬοθρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. βοθρίζω=σκάπτω βόθρον.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Πληρῶ βόθρον καὶ γενικώτερον πληρῶ τόπον διὰ χώματος ἢ ἄλλης ὕλης, ἐπιχώνω Κάρπ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἐγιˬόθρισεν τὸν δρόμον ἀπὸ φρόκαλα Σύμ. β) Φράττω δι᾿ ἐπισωρεύσεως χώματος ἢ ἄλλης ὕλης Κάρπ. Σύμ. Καὶ ἀμτβ. φράττομαι Κάρπ. Σύμ.: ᾿Εγιˬόθρισαν τ᾿ αὐλάκιˬα Κάρπ. Ἐγιόˬθρισε ἡ πόρτα ἀποὺ τοὶς κοπριˬὲς καὶ ᾿ὲν ἔν-νοιε Σύμ. 2) Κατασκευάζω εἰς τὴν θάλασσαν προβλῆτα δι᾽ ἐπιχώσεως Λυκ. (Λιβύσσ.) Β) Μεταφ. 1) Ρίπτω τινὰ πρηνῆ Κάλυμν.-Λεξ.Δημητρ. β) Μέσ. κατέρχομαι κατωφερῆ τόπον Κάλυμν. 2) Ἀτιμάζω ᾿Αμοργ.-Λεξ. Δημητρ.: Τὸ βούθρισαν τὸ κορίτσι Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. ᾿Εσὲ καὶ τὴ βασίλισσα ἤθελε νὰ βοθρίσω καὶ τὴν Κωνσταντινούπολι χοίρους νὰ τὴ γεμίσω Ἀμοργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA