ἀφούσκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφούσκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφούσκωτος ἐπίθ. κοιν. ἀφούσκουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀφούσκωτε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φουσκωτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐξογκωθείς, ὁ μὴ διωγκωμένος δι᾿ ἐμφυσήματος ἢ οἱουδήποτε ἄλλου μέσου κοιν.: Ἀφούσκωτο ἀσκὶ - πλεμόνι κττ. Συνών. ἀφούσκιστος (Ι). β) Ὁ μὴ κολπωθεὶς ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἐπὶ ἱστίων κοιν.: Ἀπό τὴν μπουνάτσα εἶναι ἀφούσκωτα τὰ παννιά. γ) Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν, ἐπὶ ἄρτου κοιν.: Ἀφούσκωτο ψωμί. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. *ἀνανέβαστος 2. 2) Σκωπτικῶς ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ ἔγκυος κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/