ἀφούχτιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφούχτιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφούχτιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φουχτιˬαστός < φουχτιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιέδραξέ τις ἐν τῇ παλάμῃ. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ περιληφθῇ ἐν τῇ παλάμῃ. Συνών. ἀφούχτωτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA