ἀναγκαστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκαστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναγκαστὰ ἐπίρρ. Θρᾴκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) -ΚΠασαγιανν Παραμύθ. 84 καὶ Μοσκ. 106 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ᾽ναgαστὰ Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναγκαστός. Πβ. ἀρχ. ἐπίρρ. ἀναγκαστῶς.
Σημασιολογία
1) Διὰ τῆς βίας, ἐξ ἀνάγκης Λεξ. Βλαστ. Δη μητρ.: ᾿΄Ακεφος ἀναγκαστὰ πῆγα ᾿ς τὸ γλέντι Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκασιˬὰ Β 2. 2) Ταχέως, ἐσπευσμένως ἔνθ’ ἀν.: ᾿΄Εσκαψε τ᾿ ἀμπέλι ἀναγκαστὰ Βούρβουρ ᾿Ναgαστὰ νά ᾽ρτῃς Σύμ. ᾿Αναγκαστὰ κομμάτ’ Θρᾴκ. Ἀναγκαστὰ ντέ! (κάμε γρήγορα) Βούρβουρ. Τσίγκλαε μέσ᾽ ἀπὸ τὸ σαμάρι τή γαϊδουρίτσα του ν᾿ἀνηφορίζῃ ἀναγκαστὰ ἀναγκαστὰ ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 84. Τὸ φυλακισμένο τόν ἔβιˬαζε ὀ άρχιφύλακας νὰ κάνῃ ἀναγκαστὰ ΚΠασαγιανν Μοσκ 106. Συνών.ἰδ. ἐν λ. ἀναγκασιˬὰ Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA